Αρχική » Επικαιρότητα » Οι θέσεις Β.Ε.Α. για την ανάπτυξη και τις Μικρές & Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις

Οι θέσεις Β.Ε.Α. για την ανάπτυξη και τις Μικρές & Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις

Normal 0 false false false MicrosoftInternetExplorer4

Normal 0 false false false MicrosoftInternetExplorer4

Σε δελτίο Τύπου που εξέδωσε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας (ΒΕΑ), στις 30 Μαΐου 2012, αναφέρεται:

“Η αποτυχία δημιουργίας κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 και η προκήρυξη νέων εκλογών απογοήτευσε την κοινωνία και επιδείνωσε σοβαρά την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Ενόψει της νέας εκλογικής αναμέτρησης, το Β.Ε.Α. κάνει έκκληση σε όλους τους παράγοντες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής να αντιληφθούν την αναπόδραστη πραγματικότητα, να συναισθανθούν την κρισιμότητα της κατάστασης για την χώρα και το έθνος και να αναλάβουν έστω και την ύστατη στιγμή την ευθύνη τους τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο ούτως ώστε η νέα κυβέρνηση που οπωσδήποτε πρέπει να σχηματιστεί μετά τις εκλογές αυτές να κρατήσει την χώρα όρθια εντός της Ευρωζώνης και να φροντίσει άμεσα για την αναπτυξιακή της ανάκαμψη.

Στο πλαίσιο αυτό σας κοινοποιούμε στη συνέχεια τις θέσεις του Επιμελητηρίου μας για την ανάπτυξη της χώρας σε σχέση και με τις Μικρές και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις που εκπροσωπούμε.

Σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ, μία στις τέσσερις επιχειρήσεις, δηλαδή 180.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο να κλείσουν μέσα στη χρονιά, ενώ επίσης εκτιμάται ότι, από αυτές θα βάλουν λουκέτο, τουλάχιστον 61.200. Από αυτές τις 61.200, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι 12.000 επρόκειτο να κλείσουν το πρώτο τρίμηνο του έτους, μετά τη λήξη των εκπτώσεων και η εξέλιξη αυτή μεταφράζεται σε 240.000 χαμένες θέσεις απασχόλησης, εκ των οποίων 106.000 το τρέχον εξάμηνο. Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι οι συνολικές απώλειες στις θέσεις απασχόλησης ξεπέρασαν τις 150.000, εκ των οποίων 65.000 θέσεις μισθωτής εργασίας χάθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του 2011.

Οι λόγοι για τις εξελίξεις αυτές είναι γνωστοί σε όλους μας και συνοψίζονται :

  • Στην περιοριστική εισοδηματική πολιτική που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, τη δραματική μείωση της κατανάλωσης και την έλλειψη ρευστότητας
  • στη συνεχιζόμενη στάση πληρωμών του Δημοσίου (Δήμοι, Νοσοκομεία, Κεντρική και Περιφερειακή Διοίκηση) προς τις επιχειρήσεις-προμηθευτές του, αλλά και στις μεγάλες καθυστερήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., που τις οδηγούν στο κλείσιμο, και
  • στην επιδείνωση του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, στον μεγάλο βαθμό ανασφάλειας και στην έλλειψη προοπτικών ανάπτυξης

Τα στοιχεία από το Μητρώο μελών του Επιμελητηρίου μας με τις ιδρύσεις και διακοπές λειτουργίας επιχειρήσεων, επιβεβαιώνουν την δραματική αυτή εξέλιξη διότι η σχέση διακοπές λειτουργίας προς ιδρύσεις επιχειρήσεων από 1,25 το 2008 έφτασε το 2,20 το 2011 και μάλιστα με σταθερή μείωση της συμμετοχής της μεταποίησης στο σύνολο των επιχειρήσεων, δηλαδή μείωση της εγχώριας προστιθέμενης προς όφελος των δραστηριοτήτων της εμπορίας και της παροχής υπηρεσιών αποτέλεσμα που υπογραμμίζει την συνεχή επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών τα τελευταία χρόνια και που αντανακλά την συνεχή μείωση του βαθμού ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Από όλους τους αναλυτές επισημαίνεται ότι η βασική αιτία της χαμηλής ελληνικής ανταγωνιστικότητας είναι τα χαμηλής προστιθέμενης αξίας μη ανταγωνιστικά προϊόντα της χώρας τα οποία όμως δεν θα αποκτήσουν την ζητούμενη υψηλή προστιθέμενη αξία απλά και μόνο επειδή οι μισθοί μειώθηκαν και θα μειωθούν ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι μέσω της βελτίωσης της τεχνολογίας, της καινοτομίας, της ποιότητας, του μάρκετινγκ, της παροχής υπηρεσιών μετά την πώληση και για να συμβεί αυτό απατούνται αναπτυξιακό κλίμα και επενδύσεις τόσο σε σύγχρονο εξοπλισμό και μεθόδους παραγωγής όσο και σε υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό που θα αμείβεται καλύτερα και το οποίο θα ενσωματώσει τις νέες τεχνολογίες και την τεχνογνωσία του στην υψηλότερη προστιθέμενη αξία των ελληνικών προϊόντων.

Είναι λοιπόν προφανές ότι η στρατηγική αντιμετώπισης της παραγωγικής καθίζησης και της αναπτυξιακής αδράνειας της οικονομίας μας που προκάλεσε η προηγούμενη επέκταση που βασίστηκε στην ιδιωτική κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων μέσω του δανεισμού, απαιτεί την καθιέρωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου στην κατεύθυνση βελτίωσης της τεχνολογικής, παραγωγικής, ενεργειακής και καινοτομικής βάσης στη χώρα μας αλλά και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων μέσω της άρσης των γνωστών μεγάλων αντικινήτρων και εμποδίων.

Όμως και το θέμα των επενδύσεων και της ανάπτυξης είναι ένα ζήτημα που απαιτεί αρκετή προσοχή, σωστό σχεδιασμό και αποφυγή των πρακτικών του παρελθόντος όπου ο αναπτυξιακός δείκτης σχετιζόταν αποκλειστικά με το ύψος των επενδύσεων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η μακροχρόνια απόδοση και συμβολή αυτών των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη της χώρας. Το θέμα δεν είναι απλά να πέσουν άμεσα λεφτά στην οικονομία μέσω ενός νέου «σχεδίου Marshall» αλλά αν οι πόροι αυτοί προσφέρουν μακροχρόνια ανάπτυξη στον τόπο.

Η στόχευση λοιπόν δεν πρέπει να είναι το βραχυπρόθεσμο όφελος  από την αύξηση ρευστότητας στην οικονομία και την προσωρινή δημιουργία θέσεων εργασίας αλλά αν οι όποιες επενδύσεις έχουν τις προϋποθέσεις να δημιουργούν και να αναπαράγουν τόσο εισοδήματα όσο και θέσεις εργασίας μακροπρόθεσμα. Προϋπόθεση για την ανάπτυξη αποτελεί επίσης η αξιοποίηση του αξιόλογου υφιστάμενου δυναμικού της χώρας μέσω της διευκόλυνσης του επιχειρείν και της άρσης όλου του γνωστού σε όλους πλέγματος αντικινήτρων δηλαδή μέσω των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών πολλές από τις οποίες περιγράφονται στα μνημόνια αλλά δυστυχώς ελάχιστες από αυτές προωθήθηκαν έως τώρα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεωρούμε τις παρακάτω ως απαραίτητες προϋποθέσεις για επανέναρξη της αναπτυξιακής διαδικασίας στη χώρα μας:

  • Ολοκλήρωση άμεσα της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος και άρση της «στάσηςχρηματοδότησης» προς τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν οι τράπεζες από την έναρξη της κρίσης ώστε να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να δεσμεύσει το τραπεζικό σύστημα ούτως ώστε η ενίσχυση της τραπεζικής ρευστότητας να οδηγήσει στην αύξηση ρευστότητας στην αγορά. Εφόσον αυτό επιτευχθεί οι τράπεζες θα πρέπει να αξιολογούν τις αιτούμενες χρηματοδότηση επιχειρήσεις με βάση την προηγούμενη πορεία και τις προοπτικές τους και όχι να εστιάζουν στα συγκυριακά προβλήματα που δημιουργήθηκαν και οφείλονται στην οικονομική κρίση.
  • Άμεσες παρεμβάσεις για ανατροπή της σημερινής κατάστασης απαράδεκτης καθυστέρησης σχεδιασμού και προκήρυξης συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, του ΕΤΕΑΝ, των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΤΕΠ και του αναπτυξιακού νόμου ο οποίος παρά τις βελτιώσεις του δεν καλύπτει τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των Μ.Π.Μ.Ε. που αποτελούν το 90% του επιχειρηματικού δυναμικού της χώρας. Πρέπει να τεθούν σε άμεση εφαρμογή οι κατά καιρούς εξαγγελίες και μέτρα επιτάχυνσης υλοποίησης του ΕΣΠΑ σε συνδυασμό και με την αξιοποίηση της απόφασης της Ευρ. Επιτροπής για μείωση της εθνικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση του.
  • Θα πρέπει να εξεταστεί η δημιουργία προγράμματος μέσω ΕΣΠΑ, για την κάλυψη της επιδότησης επιτοκίου, μικροδανείων κεφαλαίου κίνησης για τις Μ.Π.Μ.Ε.και αναχρηματοδότησης υφιστάμενων δανείων. Επίσης θα πρέπει να δημιουργηθεί άμεσα η κατά καιρούς εξαγγελλόμενη Αναπτυξιακή Τράπεζα (υποστηρίζαμε ανέκαθεν την δημιουργία της), με την εμπλοκή του τραπεζικών ιδρυμάτων δημόσιου χαρακτήρα (Ταχ.Ταμιευτήριο A.T.E., Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) και του ΕΤΕΑΝ. Το ΕΤΕΑΝ θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί πραγματικά στην επιχειρηματική χρηματοδότηση και όχι να περιορίζεται στην χρηματοδότηση των ιδιοκτητών ακινήτων (πρόγραμμα «εξοικονόμηση κατ’οίκον»). Τέλος θα πρέπει να δοθεί οριστική λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αποπληρωμής των δανείων για κεφάλαιο κίνησης που είχε χορηγήσει το ΤΕΜΠΜΕ με εγγύηση και επιδότηση επιτοκίου (Α και Β φάσης) ώστε να μειωθεί το ύψος των εξαμηνιαίων δόσεων και να μπορούν αυτά να αποπληρωθούν από τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις.
  • Σε κάθε πρόγραμμα ενίσχυσης των επιχειρήσεων θα πρέπει να προβλέπεται συγκεκριμένο ποσό ή ποσοστό του συνολικού προϋπολογισμού του που θα κατευθύνεται στην ενίσχυση των Μ.Π.Μ.Ε σε εφαρμογή του Small Business Act που έχει συνυπογράψει και η χώρα μας. Επίσης θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική επιπλέον ενίσχυση προτάσεων που εντάσσονται σε προγράμματα και προέρχονται από συνεργαζόμενες Μ.Π.Μ.Ε. ή ομάδες μεγάλων ή μεσαίων επιχειρήσεων συνεργαζόμενων με Μ.Π.Μ.Ε. Τέλος να δοθούν σοβαρά φορολογικά κίνητρα για την συγχώνευση Μ.Π.Μ.Ε. και τη δημιουργία μεγαλύτερων ανταγωνιστικότερων και βιώσιμων επιχειρήσεων αλλά και για την μεταβίβαση τους ιδιαίτερα σε ανέργους.
  • Άμεση επιστροφή των οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του, και επιστροφή του Φ.Π.Α. στις εξαγωγικές επιχειρήσεις ή συμψηφισμός τους με τις οφειλές των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο.
  • Στην παρούσα συγκυρία, είναι καθοριστικής σημασίας για την επανεκκίνηση της οικονομίας η προσέλκυση επενδύσεων ξένων αλλά και εγχώριων, η προώθηση αναπτυξιακών έργων σε ώριμους τομείς των υποδομών όπως οι κατασκευαζόμενοι και υπό κατασκευή μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι (με άμεση επίλυση του θέματος των συμβάσεων-διοδίων), ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός και εκμετάλλευση των σιδηροδρόμων και των λιμένων, η πράσινη οικονομία και τα ενεργειακά έργα. Το κριτήριο της επενδυτικής στόχευσης πρέπει να είναι η στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό δημιουργία «εξωτερικών οικονομιών» και προοπτικών δημιουργίας επενδυτικού ντόμινο μετά την αρχική επένδυση. Οι διαρθρωτικές αλλαγές ως υποχρεώσεις της χώρας όπως προκύπτουν από το μνημόνιο δημιουργούν επίσης ευκαιρίες ανάπτυξης σε νέους τομείς όπως για παράδειγμα τα γενόσημα φάρμακα, οι καλλιέργειες νέων αγροτικών προϊόντων, οι μεταφορές (ταξί, ΚΤΕΛ) κ.λ.π. Τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν με την επιτάχυνση των διαδικασιών αποκρατικοποίησης αλλά και αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου στην λογική μεταφοράς πόρων από τον υπερτροφικό και σε πολλές περιπτώσεις αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα προς την επιχειρηματική πρωτοβουλία.
  • Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η επιχει-ρηματικότητα στη χώρα μας είναι οι συνεχείς αλλαγές του φορολογικού πλαισίου, πρακτική που τρέφει την πολυνομία, την γραφειοκρατία, την αδιαφάνεια και αυξάνει το κόστος για τις επιχειρήσεις δυσκολεύοντας την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Αποτελεί συνολική απαίτηση του επιχειρηματικού κόσμου η ύπαρξη επιτέλους απλού, δίκαιου και σταθερού φορολογικού πλαισίου με ταυτόχρονη κατάργηση του Κ.Β.Σ., απαραίτητη προϋπόθεση για την επάνοδο της αναπτυξιακής προοπτικής στη χώρα. Η δόμηση της εμπιστοσύνης κράτους- πολίτη αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την αποδοτική λειτουργία του οποιουδήποτε φορολογικού συστήματος και ενισχύεται όταν κάθε φορολογούμενος θα πειστεί ότι η συνεισφορά του αξιοποιείται από τη πολιτεία με αντίστοιχες αναπτυξιακές αλλά και κοινωνικής στήριξης πολιτικές .
  • Η συνεχής φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τα περιορισμένα έσοδα τους έχει ως αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών Μ.Π.Μ.Ε. με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας και την καταστροφή μεγάλου μέρους του επιχειρηματικού ιστού της χώρας. Καθίσταται επιτακτική ανάγκη πλέον η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων η οποία σε συνδυασμό με την μείωση του συνολικού άδηλου εξωεπιχειρησιακού λειτουργικού τους κόστους (πραγματική τελική φορολογική επιβάρυνση, τέλη, διοικητικά κόστη, κ.λ.π.) είναι σίγουρο ότι θα απέφερε συγκριτικά καλύτερες επιδόσεις τόσο στους απαιτητικούς δημοσιονομικούς στόχους όσο και ώθηση στην οικονομία. Εξάλλου, η υπέρμετρη αυτή επιβάρυνση των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την ατελή λειτουργία της αγοράς (κλειστά επαγγέλματα, ολιγοπωλιακές καταστάσεις, διοικητικά οριζόμενες αγορές, κ.λ.π.) τροφοδοτούν τον πληθωρισμό ακόμα και σε περιόδους βαθειάς ύφεσης όπως η σημερινή.

Συνεπώς, όχι στην περαιτέρω επιβάρυνση της μικρής επιχείρησης με την επιβολή επιπλέον έκτακτων εισφορών, τελών ακινήτων, φόρου επιτηδεύματος, εξίσωσης του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης- κίνησης και ειδικού φόρου  στο φυσικό αέριο, κ.λ.π. Η συνεχής αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης με οριζόντιο τρόπο λόγω της αδυναμίας πάταξης της φοροδιαφυγής εκτός από κοινωνικά άδικη στραγγαλίζει την οικονομία και αναστέλλει την όποια αναπτυξιακή προοπτική.

  • Η αδυναμία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τα προκλητικά πενιχρά αποτελέσματα στην είσπραξη φορολογικών εσόδων έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή συνεχώς νέων φόρων σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού που είναι «ορατά» στις φορολογικές αρχές και δεν μπορούν να φοροαποφύγουν με αποτέλεσμα την συνεχώς επιδεινούμενη εισοδηματική ανισοκατανομή, η οποία δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικής έκρηξης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αδυναμίας του συστήματος η μη είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών δεκάδων δισεκ. ευρώ οι αποδεδειγμένες περιπτώσεις κορυφαίας φοροδιαφυγής συγκεκριμένων επώνυμων και μη ελεύθερων επαγγελματιών, η φοροδιαφυγή μεγάλων εμπορικών αλυσίδων μέσω του συστήματος των τριγωνικών συναλλαγών κ.ά.
  • Η ποινικοποίηση της καθυστέρησης καταβολής ΦΠΑ, η αυστηροποίηση των ποινών ακόμη και για μικρά ποσά εν μέσω κρίσης, όταν οι επιχειρήσεις κλείνουν, οι τζίροι μειώνονται δραματικά, η εξόφληση τιμολογίων δυσκολεύει και όταν οι περισσότερες επιχειρήσεις υποχρεούνται σε καταβολή ΦΠΑ που δεν έχουν εισπράξει, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργούνται από έλλειψη ουσιαστικά διαδικασίας συμψηφισμού υποχρεώσεων προς το δημόσιο και οφειλών του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, αποτελούν τροχοπέδη και λειτουργούν εξοντωτικά για χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις.
  • Φορολογικά κίνητρα θα πρέπει να θεσπιστούν σε επαναπατριζόμενα από το εξωτερικό κεφάλαια τα οποία θα επενδύονται στη χώρα


Σοβαρά αντικίνητρα για την απαιτούμενη αναπτυξιακή ανάκαμψη σε αυτή την φάση αποτελούν η συνεχιζόμενη πολιτική και κοινωνική αστάθεια, η έλλειψη σύγχρονων διαρθρωτικών και λειτουργικών δομών του κράτους, η πολυνομία και γραφειοκρατία και το ασταθές και υπερβολικά επιβαρυντικό φορολογικό σύστημα.

Συνεπώς αυτονόητες βασικές προϋποθέσεις για  την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η ύπαρξη πρώτα απ΄όλα κυβέρνησης που θα διατηρήσει την χώρα εντός Ευρωζώνης, η δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους με δημόσια διοίκηση λειτουργική, παραγωγική και αποτελεσματική, ενός δίκαιου, σταθερού και με μικρότερη φορολογική επιβάρυνση φορολογικού συστήματος και η ύπαρξη μιας σταθερής πολιτικοκοινωνικής κατάστασης  όσο γίνεται πιο σταθερής και προβλέψιμης  για τα επόμενα χρόνια

Αν ως κοινωνία και φορείς εκπροσώπησης συμφωνήσουμε και επιδιώξουμε την δόμηση και την στήριξη αυτών των προϋποθέσεων τότε και μόνο τότε θα υπάρξει προοπτική ανάπτυξης και προόδου στη χώρα, σε αντίθετη περίπτωση το μέλλον κατά την γνώμη μας διαγράφεται ζοφερό για τις παρούσες και επόμενες γενεές και την πατρίδα μας συνολικά”.



Αθήνα, 30-5-2012