Αρχική » Περιεχόμενα » Ελεύθερο Βήμα » «ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΣΤΑ ΘΗΚΑΡΙΑ»

«ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΣΤΑ ΘΗΚΑΡΙΑ»

anagnostop

Σπύρος Αναγνωστόπουλος,
επίτιμος πρόεδρος ΟΒΥΕ

Καθαρίζοντας το αρχείο μου βλέπω ότι στα πρώτα χρόνια της συνδικαλιστικής μου δραστηριότητας έγραφα το ίδιο πολλά άρθρα όπως και τώρα. – Καλά, τώρα ας δεχτούμε ότι γράφεις λόγω της συνδικαλιστικής σου πείρας. Τότε τι έγραφες; Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος αν υποτεθεί τον ενδιέφερε αυτό το θέμα. Βλέπω όσα έγραφα τότε και διαπιστώνω ότι αυτά προσπάθησα να κάνω πράξη αργότερα, σαν μέρος της ηγεσίας του κλάδου.

Τα άρθρα αυτά θα μπορούσαν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες.
– Σε εκείνα που προσπαθούσαν να πείσουν την τότε ηγεσία να αλλάξει συνδικαλιστική τακτική. Πολλοί συνάδελφοι από τους παλιούς καλούς φίλους που δεν υπάρχουν πια, ενεργούσαν με μια τελείως λαθεμένη νοοτροπία και τακτική κατά τη δική μου νεανική και …επαναστατική αντίληψη. Πίστευαν δηλαδή, για να κάνω μια σχηματική αναφορά, ότι για να λύσουμε ένα πρόβλημα καλό θα ήταν να βρούμε κάποιον που θα γνωρίζει τον υπουργό κ.λπ. ενώ εγώ επέμενα ότι έπρεπε να πάμε στον υπουργό και να ζητήσουμε το δίκιο μας, χτυπώντας και το χέρι αν χρειαστεί. Δεν υποστηρίζω ότι όλοι είχαν αυτή την αντίληψη και εγώ ήμουν ο έξυπνος, αλλά αυτή ήταν η συνηθισμένη αντίληψη και τακτική τότε.
– Μια δεύτερη προσπάθεια ήταν να πείσω, με τα άρθρα μου, ότι μπορούσαμε, ότι ήταν στο χέρι μας, να κάνουμε, οργανωτικά, πολλά πράγματα για τον κλάδο. Σημειώστε ότι τα χρόνια για τα οποία μιλάμε είχαμε 6 σωματεία σε όλη την Ελλάδα, που τα περισσότερα περιορίζονταν σε καμία εκδρομή και τη γιορτή τους. Και δύο συνεταιρισμούς (μέχρι το 1975).
– Ο τρίτος τομέας της αρθογραφίας μου αναφερόταν σε θεωρητικά και δεοντολογικά θέματα. Προσπαθούσα δηλαδή να πείσω ότι τα πράγματα δεν είναι στατικά και δεδομένα και ότι μπορούμε να τα αλλάξουμε ή να τα βελτιώσουμε έστω (αυτό το τελευταίο δεν θυμάμαι αν το έλεγα τότε), με την ενεργό δράση και τον αγώνα μας.
Πολλά άρθρα μου αναφέρονταν επίσης στο ρόλο των φορέων και των οργάνων, στις διαδικασίες που έπρεπε να τηρούνται κατά τις διάφορες εκδηλώσεις, στην ανοχή της κριτικής, το σεβασμό της αντίθετης άποψης κ.λπ.
Βλέπω ακόμα ότι στο τέλος κάποιων χρόνων προσπαθούσα να κάνω έναν απολογισμό του χρόνου που πέρασε και να θέσω τους στόχους για τον επόμενο.
Τέλος θυμάμαι ότι όταν είχαν δημιουργηθεί συνθήκες έντασης στον κλάδο, είχα γράψει ένα άρθρο με τον παραπάνω τίτλο, προσπαθώντας να πείσω τους συναδέλφους που είχαν ξεσπαθώσει, να ηρεμήσουν, βάζοντας «τα σπαθιά στα θηκάρια».
Αν τότε λοιπόν, νεαρός συνδικαλιστής ακόμα, έκρινα σκόπιμο να απευθυνθώ δημόσια προς τους συναδέλφους μου, όλους μεγαλύτερούς μου φυσικά και να τους «συμβουλεύσω» ή να τους εγκαλέσω «να βάλουν τα σπαθιά στα θηκάρια», να σταματήσουν δηλαδή τις αντιπαραθέσεις σ’ αυτό το επίπεδο, αντιλαμβάνεσθε πόσο το αισθάνομαι σήμερα που άναυδος και πικραμένος, αλλά και ανήσυχος, παρακολουθώ τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές πολλών συναδέλφων που οι περισσότεροι είναι, δυστυχώς και συνδικαλιστικά στελέχη του κλάδου.
Μέχρι τώρα προσπάθησα, με κατ’ ιδίαν συζητήσεις ή παρεμβάσεις μου, σε μικρότερη κλίμακα, να διατυπώσω τη διαφωνία μου σε κάποιες ενέργειές τους και να τους «συστήσω» να συμπεριφέρονται πιο ήπια και συναδελφικά. Εις μάτην όμως. Κανείς, από τους πρωταγωνιστές αυτού του κλίματος εννοώ, δεν ακούει και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να βάλει νερό στο κρασί του. Οι περισσότεροι το παίζουν στελεχάρες που κατέχουν την πάσαν αλήθεια και επιφυλλάσσουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να συμπεριφέρονται όπως θέλουν, χωρίς να δίνουν λόγο σε κανέναν, αρνούμενοι να δουν ότι αυτή η συμπεριφορά δεν έχει την έγκριση της μεγάλης μάζας των συναδέλφων και ακόμα ότι κάνουν πολύ κακό στον κλάδο.
Θέλω λοιπόν να διατυπώσω για άλλη μια φορά δημόσια τη διαφωνία μου σε τέτοιες πρακτικές που ρίχνουν χαμηλά το επίπεδο του κλάδου. Ένα επίπεδο που το είχαμε οδηγήσει, όλοι μαζί, τόσο ψηλά που αποτελούσε σημείο αναφοράς στο συνδικαλιστικό χώρο των επαγγελματοβιοτεχνών.
Επειδή η ανύψωση αυτού του επιπέδου στον κλάδο ήταν μία από τις προτεραιότητες στη συνδικαλιστική μου δράση, δικαιούμαι, νομίζω, να απευθυνθώ σε όσους σήμερα το τραυματίζουν και να τους πω:
– Εντάξει συνάδελφοι. Αν δεν θέλετε να πάτε αυτό το επίπεδο ένα βήμα παραπέρα και παραπάνω, όπως πρέπει και όπως έχετε χρέος, μην ποδοπατάτε βάναυσα, τουλάχιστον, αυτό που πολλοί άλλοι, με πολύ κόπο και σε πολύ χρόνο έστησαν.
Ξέρω ότι η παρέμβασή μου αυτή θα δυσαρεστήσει κάποιους ή ακόμα κάποιοι άλλοι μπορεί να τη λοιδωρήσουν (ότι τάχα το παίζω κάποιος). Η απάντησή μου δεν είναι δεν με ενδιαφέρει. Πάντα με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει ακόμα, η άποψη των συναδέλφων για τις πράξεις μου και τις απόψεις μου.
Όμως 40 χρόνια έμαθα να κάνω το χρέος μου απέναντι στον κλάδο και τους συναδέλφους, όπως κάθε φορά το καταλάβαινα αυτό το χρέος. Και αυτό κάνω και τώρα. Διαπιστώνω ότι κάποιες τακτικές και συμπεριφορές, όχι μόνο δεν ωφελούν, αλλά κάνουν κακό. Και αισθάνομαι το χρέος να το επισημάνω και να επιστήσω την προσοχή των συναδέλφων.
Η παρέμβασή μου αυτή απευθύνεται πρώτα απ’ όλα στα συνδικαλιστικά μας στελέχη που δημιουργούν αυτή την ένταση ή εμπλέκονται σ’ αυτήν.

Αγαπητοί συνάδελφοι.
– Οι συνάδελφοί μας που μας εκλέγουν στα ανώτερα και ανώτατα αξιώματα του κλάδου μας εξουσιοδοτούν και μας δίνουν την εντολή να τους αντιπροσωπεύουμε. Να μιλάμε δηλαδή εκ μέρους τους και για λογαριασμό τους. Από εκείνη λοιπόν τη στιγμή παύουμε να είμαστε ο εαυτός μας, στη συνδικαλιστική μας δράση βέβαια. Ό,τι λέμε και ό,τι κάνουμε έχει άλλη βαρύτητα και είναι σαν να το λένε οι δεκάδες, εκατοντάδες ή χιλιάδες συνάδελφοί μας που αντιπροσωπεύουμε, ανάλογα με το πόστο που έχουμε. Ας φροντίσουμε λοιπόν αυτό που λέμε και ο τρόπος που το λέμε ή το κάνουμε, να είναι της αποδοχής τους και να μην τους προσβάλει.
– Όταν κάνετε μια πρόταση ή μια εισήγηση στο Δ.Σ. (ας πούμε) απαλλαγείτε από τη βεβαιότητα ότι αυτή είναι εξ ορισμού σωστή. Διατυπώστε τη με την παραδοχή ότι αυτή είναι η άποψή σας. Μία απόψη που μπορεί να είναι σωστή, να είναι μισοσωστή ή να είναι και λάθος.
– Μάθετε να δέχεστε την κριτική και αντιμετωπίστε καλόπιστα τις διαφορετικές απόψεις. Δεν έχετε μόνο εσείς το προνόμιο να θέλετε το καλό του κλάδου. Όλοι το ίδιο θέλουν. Προσπαθείστε λοιπόν να συνθέτετε τις απόψεις, να βρίσκετε έναν κοινό παρονομαστή και να μην καταφεύγετε πάντα και εύκολα σε ψηφοφορίες όπου περνάει πάντα αυτό που λέει η πλειοψηφία. Η συνεχής προσφυγή στο 9-6 (ας πούμε) δημιουργεί τείχη και κάνει τους μισούς συναδέλφους να αισθάνονται ότι δεν τους εκφράζει το σώμα ή το όργανο.
– Αντιμετωπίστε την κάθε πρόταση ανάλογα με το περιεχόμενό της και όχι με το ποιος την είπε. Αν μια πρόταση ή μια ενέργεια κρίνετε ότι είναι σωστή δεχτείτε τη, ανεξάρτητα με το ποιος την είπε. Αν κρίνετε ότι είναι λάθος, διατυπώστε τη διαφωνία σας και προσπαθείστε, με επιχειρήματα, να τη διορθώσετε.
Θα επιμείνω σ’ αυτό το σημείο γιατί ξέρω ότι εδώ έχει γίνει μια μεγάλη παρεξήγηση και γίνεται και πολλή ζημιά.
Η παρεξήγηση έγκειται στο ότι οι περισσότεροι συνάδελφοι έχουν την εντύπωση ότι πρέπει να στηρίξουν μια πρόταση ή μια ενέργεια ενός συναδέλφους για να μην τον «εκθέσουν» ή γιατί ανήκουν στην ίδια «παράταξη» και πρέπει πάλι να τον «καλύψουν». (Αυτό δεν είναι θεωρητικό ούτε αφορά μόνο μια παράταξη. Μου το λένε πολλοί όταν κουβεντιάζουν μαζί μου, σε άλλο επίπεδο και άλλη σχέση βέβαια).
Κατ’ αρχήν συνάδελφοι να διευκρινήσουμε ότι δεν ζητάμε να πάρουμε το κεφάλι κανενός. Ούτε να μειώσουμε ή να διαγράψουμε την ιστορία και τη δράση του. Μια πρόταση ή μία ενέργειά του θέλουμε να διορθώσουμε.
Τοποθετηθείτε λοιπόν πάντα με προσοχή και κυρίως με αίσθημα ευθύνης μπροστά σε κάθε πρόταση και κάθε ενέργεια και αποδεχτείτε τη αν τη θεωρείτε σωστή ή προσπαθήστε να τη διορθώσετε αν πιστεύετε ότι είναι λάθος και θέλει διόρθωση. Τα μασημένα λόγια «Τι να κάνω… Δεν συμφωνώ αλλά…» κάνουν κακό και στο κίνημα και σε εκείνους που, υποτίθεται, δεν θέλουμε να θίξουμε.
Όταν με το Μανώλη Γιακουμάτο συναντηθήκαμε στο Δ.Σ. της ΟΒΥΕ εγώ σαν πρόεδρος και αυτός σαν μέλος, κάναμε μία συμφωνία. Ότι ο καθένας θα λέει τη γνώμη του ανεξάρτητα από το τι λέει ο άλλος και όλοι οι παλιοί θυμούνται τις έντονες διαφωνίες που είχαμε σε πολλά θέματα.
Και ήμασταν φίλοι (και οικογενειακοί), ανήκαμε στο ίδιο κόμμα και ήμασταν και μαζί φυλακή, που δένει περισσότερο τους ανθρώπους. Όμως έτσι καταλαβαίναμε το χρέος μας απέναντι στον κλάδο.
Επιτρέψτε μου εδώ μια προσωπική αναφορά που δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε σωστό να την κάνω, αλλά θα την κάνω.
Υπηρέτησα, σαν μέλος της ηγεσίας, τον κλάδο 40 χρόνια.
Τα μισά τουλάχιστον απ’ αυτά όντας στην κορυφή της ηγεσίας κανένας δεν έγραψε και δεν μίλησε περισσότερο από μένα. Θέλω να πιστεύω ότι ποτέ τα λόγια μου και τα γραφτά μου δεν ήταν φτωχότερα από των άλλων, επειδή ποτέ δεν χρησιμοποίησα τις λέξεις λάσπη, ψεύτης, τραμπούκος, παράγκα, δικτάτορας, εχθρός του κλάδου και ένα σωρό άλλα τέτοια κοσμητικά επίθετα που κάποιοι συνάδελφοι τα έχουν συνέχεια στην άκρη της γλώσσας τους και της πένας τους.
Δεν έχω παράπονο από τη στάση και τη συμπεριφορά των συναδέλφων απέναντί μου. Πάντα μου φέρονταν συναδελφικά, με αγάπη και εκτίμηση και όταν με κατηγορούσαν και για πράγματα που έκανα ή δεν έκανα.
Θα κάνω μόνο μια ακραία αναφορά γιατί θέλω να περάσω ένα μήνυμα (σε όσους είναι διατεθειμένοι να το λάβουν βέβαια).
Σε μια συνέλευση, του συνεταιρισμού νομίζω ή του συνδέσμου, ο συν. Θωμάς Κατσάνος με αποκάλεσε πράκτορα τον εμπόρων ή συνεργάτη των εμπόρων, αναφερόμενος στη δράση μου στο συνεταιριστικό κίνημα.
Αν νομίζετε ότι έβαλα τις φωνές κάνετε λάθος. Απλά το σημείωσα στο χαρτί μου και περίμενα.
Όταν μετά από μισή ώρα ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, είπα ό,τι ήθελα στους συναδέλφους μου και πριν κατέβω από το βήμα, πρόσθεσα:
– Αγαπητοί συνάδελφοι, ακούσατε τι είπε ο συνάδελφος Κατσάνος. Δεν θέλω να δώσω καμία απάντηση. Την απάντηση την έχω δώσει εδώ και πολλά χρόνια και τη δίνω κάθε μέρα με τη δουλειά μου. Αφήνω λοιπόν εσάς να κρίνετε αυτή την αναφορά. Αυτό ήταν και τέλος.
Αν έβριζα και φώναζα ίσως δεν έσβηναν τα τσιγάρα τους στα γραφεία της ΟΒΥΕ οι συνάδελφοι, στην τελευταία γ.σ., για να μπουν στην αίθουσα όταν ανέβηκα στο βήμα που τόσο εντυπωσίασε το συνάδελφο που έγραψα σε ένα τελευταίο σημείωμά μου.
Και δύο λόγια προς τους συναδέλφους, τους απλούς τυφεκιοφόρους.

Αγαπητοί συνάδελφοι,
Όσοι ήμασταν παλιά και όσοι είναι και σήμερα στα ψηλά μπαλκόνια, ήμασταν και είναι με δική σας εντολή.
Έχετε λοιπόν χρέος να τους ακούτε και να τους ακολουθείτε. Διατηρείστε όμως το δικαίωμα να τους κρίνετε κιόλας.
Όταν βλέπετε ότι κάνουν πράγματα ή ακολουθούν τακτικές και συμπεριφορές που όχι κατά την άποψή σας μόνο, αλλά κατά γενική παραδοχή, δεν είναι σωστές και δεν έχουν να κάνουν με τα προβλήματα του κλάδου, τραβήξτε τους λίγο και το φρένο όπως πολύ σωστά κάνατε στην τελευταία γ.σ. της ΟΒΥΕ.
Προσοχή όμως τι σας λέω.
Σας καλώ να αντιδράτε όπου συναντάτε τέτοιες τακτικές και να εγκαλείτε όσους τις προξενούν ή τις ακολουθούν.
Θεωρώ ότι κάνετε το μεγαλύτερο λάθος όταν αγανακτισμένοι σε κάποια διάλειμμα μου λέτε (ή μου λέτε κάποιοι, το σωστότερο):
– Πρόεδρε δεν είναι καταστάσταση αυτή. Δεν πρόκειται να ξανάρθουμε…
Όχι συνάδελφοι. Χίλιες φορές όχι. Όταν δεν σου αρέσει κάτι προσπαθείς να το αλλάξεις με τη δράση σου. Δεν πας στο σπίτι σου. Αν πας στο σπίτι σου αφήνεις το «κακό» να συνεχίζεται και να θεριεύει.
Και εγώ έκρινα κάποτε ότι δεν τα λέει και δεν τα κάνει σωστά η ηγεσία, αλλά δεν έφυγα. Έγινα εγώ …«ηγεσία», για να τα κάνω καλύτερα. Τώρα αν τα έκανα, είναι άλλη δουλειά. Πάντως δεν έφυγα.
Επειδή εκτιμώ ότι μπορεί να υπάρξουν αντιδράσεις για όσα πράγματι αυστηρά γράφω, θέλω να διατυπώσω, προκαταβολικά, μερικές παρατηρήσεις, για να μην αφήσω περιθώρια παρερμηνειών, γιατί πολλές φορές, άλλα λες και για άλλο λόγο τα λες και άλλα καταλαβαίνουν (ή κάνουν ότι καταλαβαίνουν κάποιοι).
Παρατήρηση λοιπόν πρώτη. Δεν αμφισβητώ σε κανέναν την πρόθεση και τη θέληση να υπηρετήσει τον κλάδο. Έχω γράψει χίλιες φορές και το γράφω και παραπάνω, ότι όλοι το καλό του κλάδου θέλουν.
Παρατήρηση δεύτερη. Ποτέ δεν αμφισβήτησα ότι οι συνάδελφοι που κάθε φορά βρίσκονται στην ηγεσία ενός φορέα, κάνουν δουλειά. Αντίθετα, συνέχεια λέω και γράφω ότι αυτό το τεράστιο έργο είναι το προϊόν της συλλογικής και της διαχρονικής δουλειάς. Όλοι λοιπόν κάνουν δουλειά.
Παρατήρηση τρίτη. Για τον εαυτό μου λέω και γράφω συνέχεια ότι όλα αυτά τα 40 χρόνια έκανα για τον κλάδο μου «ότι μπορούσα». Αυτό όμως δεν το κράτησα μόνο για τον εαυτό μου. Το μετέφερα και στους συναδέλφους.
Μπορεί να ζητούσα πάντα το περισσότερο απ’ αυτούς, για να κάνουμε δουλειά, είχα μάθει όμως να αρκούμαι και στο λίγο που κάποιοι μπορούσαν να δώσουν. Και θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτό το τεράστιο έργο έχει παραχθεί όχι από τη συμβολή κάποιου σοφού, αλλά από τα πολλά «μικρά πράγματα» που μπορούσαν να προσφέρουν οι πολλοί συνάδελφοι.
Οι επικρίσεις μου λοιπόν δεν έχουν να κάνουν με την ποσότητα και την ποιότητα του παραγόμενου έργου, που ούτως ή άλλως είναι ικανοποιητικό και βοηθάω κι εγώ όσο μπορώ και όπου και αν μου ζητηθεί.
Έχουν να κάνουν με τις σχέσεις των φορέων (δεν χρειάζεται να κάνω ειδικές αναφορές), με τις σχέσεις των συναδέλφων στα όργανα κ.λπ.
Και είμαι τόσο αυστηρός γιατί ξέρω ότι αυτός ο τομέας, ο τομέας δηλαδή των σχέσεων μεταξύ μας, είναι πολύ σημαντικός αν θέλουμε να κάνουμε δουλειά και στους άλλους τομείς. Και θέλω να το γράψω για να το ξέρουν οι συνάδελφοι για να κατανοήσουν την ένταση της αντίδρασής μου.
Τόσα χρόνια συνδικαλιστής, ξέρω καλά πια ότι όπου υπάρχει σύμπνοια και αλληλοεκτίμηση, ο χρόνος στις συνεδριάσεις ενός οργάνου αφιερώνεται στη μελέτη των προβλημάτων και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Όπου δεν υπάρχουν τα παραπάνω, δεν λέω ότι δεν γίνεται τίποτα, αλλά λέω ότι πολύς χρόνος αφιερώνεται σε «προβλήματα» που δήθεν υπάρχουν ή δημιουργούνται, με αποτέλεσμα την όχι σε βάθος μελέτη των σοβαρών προβλημάτων και την, όχι κατά τον καλύτερο τρόπο, αντιμετώπισή τους.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να είμαστε πιο προσεκτικοί και πιο χρήσιμοι στον κλάδο.
Ας χρησιμοποιήσουμε το βήμα μιας γενικής συνέλευσης ή μιας εφημερίδας για να μιλήσουμε για τα προβλήματά μας. Αυτό ενδιαφέρει τους συναδέλφους και γι’ αυτό αφήνουν τις οικογένειές τους και τις δουλειές τους κάνοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα.
Αντί να τη στήνουμε στη γωνία με την καραμπίνα στο χέρι, καραδοκώντας μήπως ο «αντίπαλος» στραβοπατήσει για να το κάνουμε βούκινο και μέγα πρόβλημα, ας αφιερώσουμε πιο παραγωγικά το χρόνο μας και τα όποια μικροπροβλήματα παρουσιάζονται ας τα αντιμετωπίσουμε πιο ήπια και συναδελφικά.
Και μία τελευταία διευκρίνιση. Αν κάποιοι αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στο γραφτό μου δεν θα φταίω εγώ. Εγώ δεν το έγραψα για έναν ή για δύο. Το έγραψα για πολλούς περισσότερους και συναδέλφους και φορείς.
Το άρθρο αυτό δεν είναι μονοσήμαντο. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε μία περίπτωση, αλλά σε πολλές. Αυτό τουλάχιστον προσπάθησα. Αν μου επέτρεπαν οι συνάδελφοι θα τους συνιστούσα να ψάξουν να βρουν το σημείο και την αναφορά που τους αφορά. Αυτή θα είναι η σωστή του ανάγνωση. Και μόνο τότε μπορεί να είναι και χρήσιμο.

Υ.Γ. Το άρθρο αυτό δεν γράφτηκε για να διορθωθούν τα, κατά τη γνώμη μου, κακώς κείμενα του σήμερα. Γράφτηκε και σαν παρότρυνση, σαν μια συμβουλή προς τους νέους συναδέλφους όλης της χώρας, στους οποίους ανήκει το μέλλον, να εργαστούν για ένα άλλο κλίμα που το έχει ανάγκη ο κλάδος και που έχουμε χρέος να του το προσφέρουμε όλοι.