Αρχική » Περιεχόμενα » Σχόλια » Μακριά και αγαπημένοι;

Μακριά και αγαπημένοι;

Το προηγούμενο διάστημα, σε όλες σχεδόν τις τηλεοπτικές ζώνες των μεγάλων βρετανικών καναλιών, ειδικοί και μη προσπαθούσαν να διερευνήσουν αν στην πραγματικότητα φέρνει πιο κοντά ή απομακρύνει ένα ζευγάρι το μοίρασμα της ίδιας κλίνης. Το θέμα απασχόλησε τα ΜΜΕ, όπως διαβάσαμε σε δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας, ύστερα από έρευνες που δημοσιεύτηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τις οποίες αυξάνεται κατακόρυφα ο αριθμός των ζευγαριών που επιλέγουν διαφορετικό δωμάτιο από τα ήδη υπάρχοντα στην κοινή στέγη, αλλά και ο αριθμός των ζευγαριών που σχεδιάζουν το νέο τους σπίτι με διαφορετικές κρεβατοκάμαρες.
Οι Βρετανοί αναλυτές είναι διχασμένοι. Περίπου οι μισοί, υποστηρίζουν ότι η ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για λίγη απομόνωση, μοιάζει αυτονόητη μέσα σε μία καθημερινότητα δύσκολη και πιεστική.
«Η αξία της οικογένειας και του ζευγαριού υπονομεύεται συστηματικά από αυτήν την επαπειλούμενη κουλτούρα της ελευθεριότητας», αντιτείνουν όσοι εναντιώνονται στην τάση της εποχής.
Άλλοι, κινούνται κάπου στη μέση. Νιώθουν πιο εξοικειωμένοι με τη συνήθεια της κοινής κλίνης, αλλά διαβλέπουν τον κίνδυνο της ανίας που αποτελεί ίσως και τη μεγαλύτερη απειλή μιας πολυετούς συμβίωσης ή ενός γάμου.
Μόνο που η ανία δεν καταπολεμάται από το διπλανό κρεβάτι, αλλά από την ύπαρξη αλλαγών που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και το κρατούν ζωντανό. Και για να είναι ένας άνθρωπος σε θέση να προσφέρει ερεθίσματα θα πρέπει να αλλάζει ο ίδιος και να εξελίσσεται μέσα στο χρόνο. Αν αισθάνεται εγκλωβισμένος και στο ίδιο του το κρεβάτι, αν αναζητεί οδό διαφυγής από τον σύντροφο που έχει επιλέξει για να μοιραστεί τη ζωή (όχι τον ύπνο), τότε και οκτώ τετράγωνα παρακάτω να μετακομίσει, δύσκολα να κοιμηθεί πιο ήσυχος.
Με τις κατάλληλες προσαρμογές (όπου ζευγάρι: ΟΒΥΕ και Σύνδεσμος Αθηνών, κλίνη και διαμέρισμα: γραφεία, συμβίωση–γάμος-οικογένεια: Κλάδος, συνεργασία, ανία: αντιπαραθέσεις), η εισαγωγή αυτή αντικατοπτρίζει πλήρως το θέμα που διαπραγματευόμαστε σήμερα, καθώς και την άποψή μας, αναφορικά με τις σχέσεις ΟΒΥΕ και Συνδέσμου Αθηνών.
Αν τα ζητήματα που δημιουργούν την αντιπαράθεση των δύο οργάνων προέρχονται από προβλήματα της καθημερινότητας, απόρροια της κοινής συστέγασής τους, τότε η απόφαση που πήρε πλειοψηφικά το ΔΣ της ΟΒΥΕ για μετεγκατάσταση των γραφείων της σε χώρο ανεξάρτητο από τα γραφεία του Συνδέσμου Αθηνών, ενδεχομένως να βοηθήσει στην εκτόνωση ή καλύτερα στην άμβλυνση της αντιπαράθεσης. Είναι όμως έτσι;
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η απόφαση που πήρε η Αθήνα για την ασφάλιση των έργων των μελών της σε διαφορετική εταιρία από αυτή που είχε δρομολογήσει η ΟΒΥΕ, ενόχλησε την Ομοσπονδία, η οποία ήθελε και θέλει μία ασφάλιση για όλη την Ελλάδα, και μάλιστα σε άλλη εταιρία. Χωρίς να εξετάζουμε ποιος έχει δίκιο, άδικο ή και τίποτε από τα δύο, η ενόχληση αυτή θα παραμείνει, όσο μακριά κι αν πάει το ένα όργανο από το άλλο.
Είναι επίσης γνωστά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ίδρυση του Γραφείου Αερίου της Αθήνας. Εικάζουμε ότι η ΟΒΥΕ μπορεί να ενοχλήθηκε ακόμα, και από τις επαφές που είχε ο Σύνδεσμος με το υπουργείο Οικονομικών για τη μείωση του ΦΠΑ 9% στις επισκευές ή με το υπουργείο Ανάπτυξης, για ζητήματα σε σχέση με τις εγγυήσεις των εταιριών για τα προϊόντα τους. Ενδεχομένως και με την κινητοποίηση που διοργάνωσε πριν από αυτή για το φυσικό αέριο και τα σεμινάρια στα αέρια καύσιμα. Η ενόχληση στα παραπάνω προκύπτει από την εκτίμηση ορισμένων, ότι ο Σύνδεσμος με τις κινήσεις του προσπαθεί να βγει από πάνω, η λέξη που χρησιμοποιούν είναι να «καπελώσει» την Ομοσπονδία.
Ακούγεται ακόμα, ότι υπάρχουν και αντιπαραθέσεις μεταξύ προσώπων. Διάσταση απόψεων υπάρχει και για το ασφαλιστικό και το ρόλο της ΓΣΕΒΕΕ. Βεβαίως, το να έχει κανείς διαφορετική άποψη για ένα θέμα δεν είναι κακό. Η διαφωνία υποδηλώνει γνώση, διάλογο, επιχειρηματολογία, υγεία και ως τέτοια πρέπει να τη δεχόμαστε για την εξαγωγή των καλύτερων συμπερασμάτων.
Σταχυολογήσαμε ορισμένα θέματα τα οποία κατά τη γνώμη μας έχουν δημιουργήσει ρήγμα στις σχέσεις των δύο οργάνων, και που είναι σίγουρο ότι δεν προκύπτουν από τη δύσκολη και πιεστική καθημερινότητα, ούτε από τη μέχρι τώρα κοινή συστέγασή τους.
Προκύπτουν από τη διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων, από το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας το ρόλο, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του απέναντι στο συνδικαλιστικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Προκύπτουν, αν θέλετε, από την ανάγκη παραγωγής έργου που θέλει να παρουσιάσει το κάθε όργανο. Κάτι απόλυτα θεμιτό, αφού γι’ αυτό εξάλλου τους εκλέγουν οι συνάδελφοι. Οι συνάδελφοι περιμένουν έργο από την ΟΒΥΕ και τις διοικήσεις των συνδέσμων τους. Το μόνο σίγουρο είναι πάντως ότι δεν περιμένουν από το Σύνδεσμό τους να αντικαταστήσει την ΟΒΥΕ, ούτε από την ΟΒΥΕ να αντικαταστήσει τις διοικήσεις των συνδέσμων τους.
Οι συνάδελφοι περιμένουν πολλά «μεγάλα» ή «μικρά» καλά από την Ομοσπονδία και τις διοικήσεις των συνδέσμων τους, τα οποία όλα μαζί θα βοηθήσουν στην επίλυση των προβλημάτων που συνολικά αντιμετωπίζει ο κλάδος.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι τα «καλά» να τα δεχόμαστε ως καλά, και όχι σαν μία ευκαιρία αντιπαράθεσης. Προϋπόθεση γι’ αυτό όμως είναι η επικοινωνία, ο διάλογος, η εξάλειψη της προκατάληψης, το να μπορούμε να ακούμε το τι είπε κάποιος και όχι ποιος ήταν ο κάποιος που το είπε.
Στην προσπάθεια παραγωγής έργου, είναι σίγουρο ότι μπορεί να γίνονται και λάθη, βιαστικές ενδεχομένως κινήσεις. Ακόμα όμως και από τα λάθη μπορούν να εξαχθούν θετικά συμπεράσματα, αρκεί αυτά (τα λάθη) να μη τα χρησιμοποιούμε για να στήσουμε τον άλλο στη γωνία, αλλά για να δούμε πώς δεν θα επαναληφθούν.
Με το σημείωμά μας αυτό, δεν θέλουμε να ταχθούμε υπέρ του ενός ή του άλλου οργάνου. Ξεκινάμε από τη διαπίστωση και σε αυτή θέλουμε να μείνουμε, ότι και οι δύο φορείς θέλουν το καλό του κλάδου και των συναδέλφων. Με αυτό το γνώμονα πορεύονται όσα χρόνια υπάρχουν, με αυτές ή με άλλες διοικήσεις. Ούτε η ΟΒΥΕ, ούτε ο Σύνδεσμος Αθηνών, ούτε κανένας άλλος από τους υπόλοιπους συνδέσμους ανά την Ελλάδα επιδιώκουν το κακό.
Καλώς ή κακώς, η μετεγκατάσταση αποφασίστηκε. Θεωρούμε όμως ότι από μόνη της δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί αν δεν υπάρξει υπέρβαση και από τα δύο όργανα, αν δεν γίνουν βήματα πραγματικής συνεννόησης των συναδέλφων, αν δεν μπει μια τελεία σε όλα όσα έχουν συμβεί και, κυρίως, αν δεν σταματήσουν τα μεγάλα λόγια, οι καταγγελίες και οι εύκολοι χαρακτηρισμοί.
Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο, αν θέλουμε να μιλάμε για ενότητα και κοινή πορεία του κλάδου.