ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑ

Στην Ελλάδα το γεγονός ότι τα σπίτια μας είναι φτιαγμένα από μπετόν μας κάνει να αισθανόμαστε σχετικά ασφαλείς, σε σχέση με άλλες χώρες που κυριαρχούν τα ξύλινα σπίτια. Αυτό έχει σαν συνέπεια να παραβλέπουμε τους κανόνες πυρασφάλειας με τραγικά πολλές φορές αποτελέσματα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια πυρκαγιά στη Ρόδο πριν πάρα πολλά χρόνια, περίπου 30, όταν ένα, το πιο πετυχημένο της εποχής, εστιατόριο, το OSKAR έπιασε φωτιά με δεκάδες θύματα.
Το γιατί και πώς ξεκίνησε η φωτιά δεν έχει σημασία, ούτε το θυμάμαι άλλωστε. Το τραγικό είναι ότι ο ιδιοκτήτης είχε παραβεί τους δύο βασικότερους κανόνες πυρασφάλειας. Ο πρώτος κανόνας λέει ότι δεν πρέπει να γεμίζουμε εσωτερικά έναν χώρο με εύφλεκτα υλικα αν αυτό δεν είναι απόλυτα απαραίτητο. Οι προδιαγραφές μονώσεων, χρωμάτων, υφασμάτων, ακόμη και επίπλων που επιτρέπεται διεθνώς να τοποθετούνται σε αίθουσες συγκέντρωσης κοινού ή σε πλοία, προβλέπουν ειδικές κατεργασίες για να μην μπορούν αυτά τα υλικά να διατηρήσουν τη φλόγα έστω και εάν είναι καύσιμα και να μην εκλύουν δηλητηριώδη αέρια εάν καούν. Ο ιδιοκτήτης του OSKAR το είχε στολίσει με χάρτινες γιρλάντες και φαναράκια, πλαστικά διακοσμητικά και τα έπιπλά του ήταν από εύφλεκτο μπαμπού.

Το αποτέλεσμα, ευχάριστο στο μάτι αλλά πολύ επικίνδυνο. Ο δεύτερος κανόνας λέει ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο έξοδοι, ελεύθερες από κάθε εμπόδιο. Η κύρια αίθουσα του εστιατορίου ήταν στον 1ο όροφο και η σκάλα της εξόδου κινδύνου είχε μετατραπεί σε αποθήκη των πρώτων υλών του εστιατορίου (ποτά, τρόφιμα, πετσέτες, τραπεζομάντηλα κ.λπ.). Δεν ξέρω ποινικά πώς αντιμετωπίστηκε ο ιδιοκτήτης, αλλά η τόσο επιτυχημένη τότε αλυσίδα 4 ή 5 εστιατορίων που είχε, έπαψε να λειτουργεί. Εμπορικά δηλαδή καταδικάστηκε σε θάνατο. Αρκεί αυτό όμως για τις 20 περίπου ζωές που χάθηκαν στο δυστύχημα αυτό; Όχι βέβαια. Προσοχή λοιπόν στην αλόγιστη χρήση εύφλεκτων υλών και μεγάλες άνετες και ασφαλείς έξοδοι κινδύνου. Τονίζω το άνετες και ασφαλείς, γιατί χωρίς φωτιά, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, θρηνήσαμε θύματα στο γήπεδο Καραϊσκάκη από κακοσχεδιασμένη και μισάνοιχτη θύρα εξόδου. Αυτοί είναι λοιπόν οι δύο βασικοί κανόνες πυρασφάλειας. Όλα τα άλλα μέτρα είναι επιβοηθητικά. Βασίζονται δε στο λαϊκό ρητό ότι το πρώτο λεπτό χρειάζεσαι ένα ποτήρι του κρασιού νερό για να σβήσεις μια φωτιά, το δεύτερο λεπτό έναν κουβά και το τρίτο λεπτό τη λίμνη του Μαραθώνα. Τι μέτρα λοιπόν προβλέπονται; Ας τα κατατάξουμε σε τέσσερις κατηγορίες.

Είναι μέτρα έγκαιρης ειδοποίησης (ανίχνευσης) μιας φωτιάς, μέτρα τοπικού περιορισμού της, μέτρα κατάσβεσής της και μέτρα διευκόλυνσης της διαφυγής των ενοίκων ή επισκεπτών. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει βέβαια τους ανιχνευτές φωτιάς. Είναι τριών ειδών, οι θερμικοί, οι θερμοδιαφορικοί και οι ανιχνευτές ιονισμού. Οι θερμικοί είναι κάτι σαν θερμοστάτες και ενεργοποιούνται όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος στη θέση εγκατάστασής τους υπερβεί κάποιο όριο, όριο που εξαρτάται από το πού είναι τοποθετημένος. Σε μία μη κλιματιζόμενη αποθήκη π.χ. μπορεί να είναι 45 ή 50°C, σε μια βιομηχανική αίθουσα με κλιβάνους ή παρόμοια μηχανήματα μπορεί να είναι 60 ή 70°C.
Όπως καταλαβαίνουμε οι ανιχνευτές αυτοί αργούν πολύ να ενεργοποιηθούν. Πρέπει να φουντώσει αρκετά μία φωτιά, να ζεστάνει έντονα τον χώρο και τότε η ενεργοποίηση είναι ίσως άχρηστη. Η δεύτερη κατηγορία, οι θερμοδιαφορικοί, ενεργοποιούνται εάν υπάρξει μία ταχεία άνοδος θερμοκρασίας ανεξάρτητα από το ύψος της. Σε μια αίθουσα που βρίσκεται στους 18°C π.χ. αν ανάψει το καλοριφέρ θα ανέβει η θερμοκρασία της στους 20°C αλλά για να γίνει αυτό θα περάσουν ίσως και 30 min. Αν τώρα ο θερμοδιαφορικός ανιχνευτής δει ότι οι 18°C έγιναν 20°C μέσα σε 1 ή 2 min αυτό σημαίνει κάποια φωτιά και ενεργοποιείται. Η τρίτη κατηγορία είναι η πιο διαδεδομένη και αυτή που χάρις στα ηλεκτρονικά έχει τη μεγαλύτερη εξέλιξη. Κάποτε οι ανιχνευτές αυτοί διεγείροντο όταν σε έναν θάλαμό τους εισχωρούσε αρκετός καπνός που δημιουργούσε μία ιονισμένη ατμόσφαιρα. Σήμερα με ηλεκτρονικά μέσα μπορούν να ανιχνεύσουν καπνό οπουδήποτε μέχρι μια απόσταση, συγκεκριμένη βέβαια. Η ρύθμισή τους είναι τέτοια που να μην ανιχνεύουν πολύ μικρή εκπομπή καπνού από τα τσιγάρα π.χ. των ενοίκων.
Όταν διεγερθούν οι ανιχνευτές τι γίνεται; Το σήμα τους οδηγείται σε έναν πίνακα. Ο πίνακας αυτός πρώτον δίνει εντολή να ηχήσει συναγερμός για να ξυπνήσουν οι ένοικοι ενός ξενοδοχείου π.χ. που κοιμούνται, και να σπεύσουν να εκκενώσουν το κτίριο. Δεύτερον δίνει εντολή να λειτουργήσουν όλα τα συστήματα τοπικού περιορισμού της φωτιάς και βεβαίως σημειώνει τη θέση της φωτιάς για να σπεύσουν εκεί οι διασώστες. Πολλές φορές δίνει και εντολή λειτουργίας σε αυτόματα συστήματα κατάσβεσης. Εννοείται πως όλα αυτά γίνονται σε δύο στάδια. Το πρώτο είναι ένα προειδοποιητικό στάδιο, ηχεί προειδοποίηση για πιθανή (όχι βέβαιη) πυρκαγιά, λειτουργούν τα συστήματα τοπικού περιορισμού, όχι όμως και τα τυχόν αυτόματα συστήματα πυρόσβεσης. Στο δεύτερο στάδιο περνάμε εάν ενεργοποιηθεί και δεύτερος ανιχνευτής, αυτό δε για την περίπτωση λανθασμένης λειτουργίας ενός ανιχνευτή.
Οι ανιχνευτές τοποθετούνται κατά τους κανονισμούς αρκετά πυκνά σε κάθε αίθουσα συγκέντρωσης κοινού και στα ξενοδοχεία ακόμα και μέσα στα δωμάτια των ενοίκων. Τα μέτρα τοπικού περιορισμού της φωτιάς είναι σε εκτεταμμένα κτίρια πυράντοχες πόρτες που εάν θέλουμε να είναι ανοικτές για την άνετη κυκλοφορία στερεώνονται ανοικτές με έναν μαγνήτη. Σε περίπτωση συναγερμού οι ηλεκτρομαγνήτες αυτοί απενεργοποιούνται και οι πόρτες αυτόματα κλείνουν από τα ελατήρια που έχουν στους μεντεσέδες τους. Οι ένοικοι δεν εγκλωβίζονται σπρώχνοντας τις πόρτες αυτές ανοίγουν επιτρέποντας τη διέλευση και ξανακλείνουν. Άλλο μέτρο τοπικού περιορισμού είναι το φράξιμο κατακόρυφων ή οριζόντιων αεραγωγών, αγωγών σκουπιδιών κ.λπ. με τάμπερ που απομονώνουν, όπως και οι πόρτες, κομμάτια κάθε ορόφου του κτιρίου. Η επέκταση έτσι της φωτιάς οριζόντια ή κατακόρυφα, δυσχεραίνεται.
Τα μέσα κατάσβεσης μίας φωτιάς είναι δύο, βασικά, κατηγοριών. Μέσα μείωσης της θερμοκρασίας για να φτάσουμε κάτω από το σημείο ανάφλεξης και η φωτιά να σβήσει και μέσα παρεμπόδισης της επικοινωνίας φλόγα – αέρα ώστε η φωτιά να σβήσει ελλείψει οξυγόνου. Το πρώτο μέσω είναι το πιο διαδεδομένο γιατί χρησιμοποιεί το φθηνότερο και προχειρότερο υλικό σε μία πόλη. Το νερό. Με το νερό προσπαθούμε να κρυώσουμε τη φλόγα.
Το ρίχνουμε πάνω στη φωτιά είτε με χειροκίνητη εκτόξευση από πυροσβεστικές φωληές που τοποθετούμε σε κοινόχρηστους χώρους ή από πυροσβεστικά οχήματα είτε με σταθερά συστήματα από σωλήνες με μπεκ εκτόξευσης, τα γνωστά springler. Όταν το νερό εκτοξεύεται ο κρουνός εκτόξευσης πιέζει το χέρι μας προς τα πίσω. Μην ξαφνιάζεστε δε αν σε ξενοδοχεία ή πολυκατοικίες κ.λπ. οι πυροσβεστικές φωληές έχουν μάνικες μόνο 1/2" ή 3/4". Για το χειρισμό των μεγαλύτερων, σε διάμετρο, εκτοξευτών χρειάζονται εκπαιδευμένοι και χειροδύναμοι πυροσβέστες, πολλές φορές δύο μαζί. Μάνικες 2" είναι μόνον σταθερές σε οχήματα. Τα γνωστά κανονάκια των οχημάτων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Τα σπρίνγκλερ τώρα είναι συνήθως μπεκ εκτόξευσης του νερού σε ένα είδος νέφους που καλύπτει μεγάλη επιφάνεια. Βιδώνονται συνήθως σε σωληνώσεις που είναι συνεχώς υπό πίεση και έχουν ένα σύστημα (συνήθως μία αμπούλα με υγρό) που ενεργοποιείται σε ανύψωση της θερμοκρασίας. Τότε αρχίζει ο καταιονισμός της περιοχής με προσδοκία το σβήσιμο της φωτιάς ή τουλάχιστον τη μη επέκτασή της. Υπάρχουν μπεκ βιδωμένα σε άδειους σωλήνες κυρίως σε διαδρόμους και εξόδους κινδύνου. Οι σωλήνες θέτονται υπό πίεση σε περίπτωση κινδύνου, καταιονίζοντας δε αυτούς τους διαδρόμους διαφυγής προληπτικά επιτρέπουν στους επισκέπτες ενός κτιρίου να διαφύγουν βρεγμένοι μεν αλλά σώοι. Τα μέσα διακοπής της επικοινωνίας φλόγας – αέρα είναι οι πυροσβεστήρες κόνεων, ο αφρός και το CO2.
Λόγω των έντονων πάντως ανοδικών ρευμάτων από μια φωτιά η διακοπή αυτής της επικοινωνίας είναι δύσκολη υπόθεση. Στα μέτρα διευκόλυνσης της διαφυγής των επισκεπτών περιλαμβάνονται τα σπρίνγκλερ που προανέφερα και τα φώτα κινδύνου και ένδειξης της οδού διαφυγής. Όταν ξεσπάσει μια πυρκαγιά το πρώτο πράγμα που διακόπτεται είναι η ηλεκτροδότηση του κτιρίου για να μην υπάρχει κίνδυνος ηλεκτροπληξίας όσων ασχοληθούν με την κατάσβεσή της. Η λειτουργία λοιπόν φωτισμού κινδύνου και η ένδειξη των οδών διαφυγής είναι ένα βασικό μέτρο προστασίας των ενοίκων. Πριν τελειώσω θέλω να τονίσω την ανάγκη όχι μόνο ύπαρξης μέτρων πυροπροστασίας, αλλά τακτικού ελέγχου τους και οργάνωσης γυμνασίων εκπαίδευσης του προσωπικού. Γίνονται κάποιες πυρκαγιές και διαπιστώνεται ότι τα πυροσβεστικά συγκροτήματα δεν λειτουργούν, το προσωπικό δεν ξέρει τι να κάνει κ.λπ.
Το ίδιο που γίνεται αν ναυαγήσει ένα πλοίο και τότε διαπιστωθεί ότι οι σωσίβιες λέμβοι (που υπάρχουν) δεν μπορούν να πέσουν στη θάλασσα γιατί τα βαρούλκα που τις κατεβάζουν δεν λειτουργούν από το παχύ στρώμα μπογιάς που βάλαμε για να μην σκουριάσουν.