Αρχική » Επικαιρότητα » Οι παρατηρήσεις της ΓΣΕΒΕΕ για το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2018

Οι παρατηρήσεις της ΓΣΕΒΕΕ για το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2018

ΓΣΕΒΕΕ

Τις θέσεις της για το σχέδιο προϋπολογισμού 2018 που δημοσιοποίησε το Υπουργείο Οικονομικών αναλύει με σχετικό δελτίο τύπου η ΓΣΕΒΕΕ που εξέδωσε στις 9 Οκτωβρίου 2017. Συγκεκριμένα το δελτίο τύπου της Συνομοσπονδίας αναφέρει:

«Το σχέδιο προϋπολογισμού 2018 που έδωσε στη δημοσιότητα το Υπουργείο Οικονομικών ουσιαστικά επικυρώνει τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο εφαρμογής του 3ου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ ακολουθεί τόσο τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, όσο και τις εκτιμήσεις των θεσμών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Είναι προφανές ότι η συμπεφωνημένη επιδίωξη πρωτογενών πλεονασμάτων στα επίπεδα του 3,5% του ΑΕΠ αναμένεται να συμπιέσει επιπρόσθετα τον ιδιωτικό τομέα, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ αντίστοιχα, τα περιθώρια για άσκηση πολιτικών κοινωνικής προστασίας και προώθηση των προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων παραμένουν περιορισμένα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ η ελληνική οικονομία κατορθώνει να επιτύχει θετικό δημοσιονομικό πλεόνασμα για 5ο συνεχές έτος, εξερχόμενη φέτος από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, εντούτοις παραμένουν αδικαιολόγητα ανοιχτές εκκρεμότητες σχετικά με τη ρύθμιση του χρέους, την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τη ρύθμιση οφειλών και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων προς τον ιδιωτικό τομέα για τις οποίες κάθε νέα καθυστέρηση εκ μέρους των θεσμών, οδηγεί σε απώλειες αναπτυξιακής δυναμικής και ανταγωνιστικότητας, και περιορίζει τις προοπτικές της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Είναι άλλωστε σαφές ότι παρά το θετικό πρόσημο μεγέθυνσης, υπάρχει αδυναμία διάχυσης και πολλαπλασιασμού των θετικών επιδράσεων στο σύνολο της εγχώριας επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα της μικρομεσαίας καθώς και των νοικοκυριών.

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία που χρήζει ιδιαίτερης μνείας αφορά την αναδιάρθρωση που σημειώθηκε στο σκέλος των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων. Η εκτέλεση προϋπολογισμού 2017 κατέδειξε ότι τα φορολογικά έσοδα βρέθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα των στόχων, γεγονός που υπερκεράστηκε από την αύξηση εσόδων του νέου ασφαλιστικού συστήματος. Όμως, αυτή η παραδοχή επιβεβαιώνει την επίσημη τοποθέτηση της ΓΣΕΒΕΕ, που είχε αναφερθεί στην ανάγκη προσαρμογής του νέου ασφαλιστικού σε χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης, ώστε να μην επηρεαστούν τα φορολογικά έσοδα (καθώς ενεργοποιήθηκαν τα κίνητρα για φοροαποφυγή- φοροδιαφυγή), αλλά και να μη συμπιεστούν οι επιχειρήσεις με υπέρογκες ασφαλιστικές χρεώσεις. Είναι σαφές ότι υπό αυτό το πρίσμα, παραμένει αναποτελεσματικό το μίγμα φόρων- εισφορών, και απαιτείται μια σημαντική αναδιάταξη ώστε το δίκαιο (χρέωση σύμφωνα με το εισόδημα) να συνδεθεί με το βιώσιμο (λογικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις για την αναπαραγωγή της επιχείρησης). Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος τη νέα χρονιά να πολλαπλασιαστούν οι στρατηγικές συμπεριφορές και να προσδιοριστούν χαμηλότερα επιχειρηματικά κέρδη και συνακόλουθα να καταλογιστούν χαμηλότεροι φόροι και εισφορές. Άλλωστε, παραμένει σε ισχύ η πρόταση της ΓΣΕΒΕΕ για επανένταξη 300,000 επαγγελματιών, μέσα από μια διαδικασία αναδιάρθρωσης έως και παγώματος των παλαιών οφειλών, με την καταβολή των τρεχουσών και τη δυνατότητα εξαγοράς ασφαλιστικού χρόνου στο μέλλον.

Η ΓΣΕΒΕΕ μελετώντας τα μακροοικονομικά στοιχεία και τις προβλέψεις του σχεδίου Προϋπολογισμού 2018, επισημαίνει τα παρακάτω:

1) Παρά το γεγονός ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις είναι θετικές και μια σειρά από δείκτες οικονομικού κλίματος (βλέπετε δείκτη ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ΙΟΒΕ, καταναλωτή) παρουσιάζουν βελτίωση στο τελευταίο εξάμηνο, ωστόσο παραμένει ασθενική η θετική επίπτωση στις μικρές επιχειρήσεις, και τα νοικοκυριά (1% ιδιωτική κατανάλωση, με προσδοκίες χαμηλότερου αφορολόγητου και μείωσης φοροαπαλλαγών). Αναμφίβολα, η αύξηση των έμμεσων φόρων, με την αντίστοιχη μείωση των άμεσων φόρων (έναντι των προβλέψεων του ΜΠΔΣ) αποτελεί μια συνθήκη που δεν ευνοεί τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα φτωχότερα νοικοκυριά, τις μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους.

2) Η σταδιακή μείωση της ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης επηρεάζουν θετικά την κατανάλωση, όμως η διάρθρωση της αγοράς εργασίας παραμένει προβληματική και οι μισθοί βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Η πρόβλεψη για τη μείωση της απασχόλησης είναι αρκετά συντηρητική (22% ανεργία σε ετήσια βάση), εκφράζοντας ουσιαστικά τις επιφυλάξεις της διοίκησης για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, υπό το πρίσμα των υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων.

3) Η εξάρτηση από τις επιδόσεις του γ’ τριμήνου ως προς τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, δείχνει ότι η ελληνική οικονομία παραμένει εύθραυστη και τούτο απαιτεί την αξιοποίηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας επιπρόσθετων του κλάδου τουρισμού, ώστε οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης να καταστούν βιώσιμοι σε βάθος 3ετίας και να διαχυθούν στο σύνολο της οικονομίας. Για αυτό το σκοπό απαιτείται ένα μίγμα προώθησης επενδυτικών πολιτικών, με σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών και την προώθηση επενδύσεων σε κλάδους με διεθνή εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και σε κλάδους που δυνητικά λειτουργούν ως φορείς υποκατάστασης των εισαγωγών. Στο διαρθρωτικό σκέλος των επενδύσεων, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα συγκρότησης συνεργατικών σχημάτων και συμμετοχής σε αλυσίδες αξίας, ώστε να επιτευχθούν βελτιωμένες επιδόσεις όχι μόνο σε εθνικό, αλλά σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

4) Παράλληλα, η έλλειψη ρευστότητας για τις επιχειρήσεις καθιστά το στόχο ενεργοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων ανενεργό, καθώς ούτε ο τραπεζικός τομέας διαθέτει χρηματοοικονομικά προϊόντα προσαρμοσμένα στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ούτε έχουν ενεργοποιηθεί άλλα εργαλεία χρηματοδοτικής στήριξης (όπως ΕΤΕΑΝ, Αναπτυξιακή τράπεζα, μικροχρηματοδότηση). Η θετική πρωτοβουλία για τη ρύθμιση των οφειλών επιχειρήσεων και μείωση των κόκκινων δανείων θα πρέπει να καλύψει τις ανάγκες τουλάχιστον 60,000-70,000 επιχειρήσεων, αλλά δεν έχει συνδεθεί ακόμη με παρεμβάσεις στο σκέλος των ληξιπρόθεσμων οφειλών αποκλειστικά προς το δημόσιο (εφορία- ασφαλιστικά ταμεία), γεγονός που οδηγεί σε αποσπασματικές διευθετήσεις. Επιπρόσθετα, η αναβολή λήψης απόφασης για την εξόφληση/ ή και συμψηφισμό οφειλών με των προμηθευτών δημοσίου, αλλά και εν γένει πληρωμών του δημοσίου συντηρεί μια συνθήκη ομηρίας χιλιάδων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

5) Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η ματαίωση της εξαγγελθείσας ρύθμισης για τη θεσμοθέτηση ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού, επιβραδύνει την επιστροφή στην κανονικότητα για πλήθος επιχειρήσεων, αλλά δυσχεραίνει και την αποκατάσταση της ισορροπίας στο τραπεζικό σύστημα, καθώς όσο προχωρούν οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις προτιμώνται στην αγορά οι άμεσες εγχρήματες πληρωμές και άλλοι εναλλακτικοί τρόποι εξόφλησης για τη διεκπεραίωση οικονομικών συναλλαγών. Το περιθώριο ανάπτυξης των ηλεκτρονικών συναλλαγών παραμένει ακόμη μεγάλο και η γεωμετρική αύξηση κατασχέσεων/ δεσμεύσεων λογαριασμών προκαλεί αντίστροφα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα, που είναι η φορολογική πειθαρχία και η διαμόρφωση μιας διαφορετικής οργανωσιακής κουλτούρας της επιχείρησης (adverse selection).

6) Η καθυστέρηση ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, που δε συνάδει με την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης, αποτελεί μια επιπρόσθετη συνθήκη αναστολής της επιστροφής στην κανονικότητα για πολλές επιχειρήσεις με εξωστρεφές προσανατολισμό. Λειτουργεί ανασχετικά στην πλήρη άρση των capital controls και συντηρεί ένα αρνητικό μακροοικονομικό προφίλ, παρά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την είσοδο σε τροχιά ανάκαμψης.

7) Σχετικά με το δημόσιο χρέος, παραμένει η δέσμευση της χώρας για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% για τα επόμενα 5 χρόνια προκειμένου να καταστεί βιώσιμο, ενώ δεν έχουν οριστικοποιηθεί, ούτε με το μορφή υπόσχεσης τα μέτρα μεσοπρόθεσμης αναδιάρθρωσης. Όμως αυτή η συνθήκη, συρρικνώνει το δυνητικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης, και καθηλώνει ζήτηση, κατανάλωση και επενδύσεις σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που θα απαιτούσε η συγκεκριμένη μακροοικονομική συγκυρία.

8) Στο σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, η δημόσια χρηματοδότηση παραμένει στα ίδια επίπεδα με το 2017, αλλά η πρόκληση για τη δημόσια διοίκηση είναι η έγκαιρη εκταμίευση και ολοκλήρωση των προγραμμάτων, είτε αυτά αφορούν τα καθεστώτα του αναπτυξιακού νόμου, είτε αφορούν το πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2015-2020.

9) Στο σκέλος δαπανών κοινωνικής προστασίας, η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η προβλεπόμενη μείωση χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά 576εκ. Με αυτή την πρόβλεψη μείωσης της συμμετοχής του κράτους απειλείται άλλωστε η ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, το οποίο αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση στον τομέα υγείας. Στα παραπάνω, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη νέα ρύθμιση σχετικά με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών από το 2017 για τις ιατρικές δαπάνες των νοικοκυριών. Σε αντιδιαστολή, κρίνεται θετικά η πρόβλεψη για καταβολή κοινωνικού μερίσματος και βελτίωσης του μηχανισμού απόδοσης του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης.

10) Σχετικά με τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, το 2018 αναμένεται να αυξηθεί το καταγεγραμμένο πλεόνασμα των ασφαλιστικών ταμείων, γεγονός που εν μέρει οφείλεται (κατά 206 εκ.) στην εφαρμογή των προγραμματισμένων ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αυτή η παραδοχή του Υπουργείου για βελτίωση των εσόδων από ληξιπρόθεσμες οφειλές ουσιαστικά δικαιώνει τη διαχρονική θέση της ΓΣΕΒΕΕ για την επίσπευση ενός συνολικού προγράμματος αναδιάρθρωσης οφειλών, με καταβολή των τρεχουσών εισφορών και πάγωμα παλαιότερων με δυνατότητα εξαγοράς ασφαλιστικού χρόνου».