Αρχική » Περιεχόμενα » Ελεύθερο Βήμα » «Μονόδρομος η εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κλάδου»

«Μονόδρομος η εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κλάδου»

Του Βασίλη Ιωάννου,
 προέδρου Συνδέσμου Καστοριάς

 «Αγαπητοί συνάδελφοι,
Πού  βρισκόμαστε άραγε σήμερα και πού οδηγούμαστε σαν κλάδος, ή πού θα οδηγηθούμε αύριο;
Ποια είναι η ταυτότητά μας, ποιες οι επιδιώξεις μας, οι προσδοκίες μας, αλλά και γενικά το όραμά μας για το αύριο και το μέλλον;
Είμαστε, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, ένας οργανωμένος θεσμοθετημένος κλάδος, με πυξίδα, όραμα που οδηγείται με συντεταγμένες;
Δυστυχώς, τα γεγονότα, οι πρακτικές και τα αποτελέσματα δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Δείχνουν προχειρότητα, στιγμιαίο αυτοσχεδιασμό, απραξία και υστεροβουλία. Προσπαθούμε άκομψα και μάταια να υπερασπιστούμε κεκτημένα, τα οποία δυστυχώς στις περισσότερες των περιπτώσεων αποδεικνύονται έωλα. Δεν λέω κατ’ ανάγκην, πως και οι ανώτεροι μορφωτικά από εμάς κλάδοι είναι οργανωτικά σε  καλύτερη μοίρα, μα υπάρχει, δυστυχώς για εμάς, σε αυτούς ένα κάτι που τους κάνει να συσπειρώνονται εύκολα, στρεφόμενοι εναντίον μας. Γιατί; Γιατί έχουν τη γνώση και δεν μεταφέρουν τα προσωπικά τους προβλήματα στην τσέπη τους, όπως εμείς. Γιατί και έχουν, αλλά και δημιουργούν εκπροσώπους τους σε όλο το κρατικό γίγνεσθαι κι έτσι κι αλλιώς συμμετέχουν άμεσα στη διαμόρφωση ευνοϊκότερων για τους κλάδους τους συνθηκών. Δίχως να θέλω να γίνω μάντης κακών, είμαι σίγουρος πως τα χρόνια που έρχονται θα είναι πολύ δύσκολα για την επιβίωση του κλάδου.
Είναι φανερό ότι τα προβλήματα της ανεργίας έφτασαν στην πόρτα μας και αν θέλουμε να είμαστε και ειλικρινείς, ήταν και αναμενόμενο και νομοτελειακά φυσιολογικό. Υπάρχει ένας μεγάλος, έντονος οικοδομικός υπερκορεσμός. Υπάρχει επίσης, κι ένας τεράστιος κατακερματισμός του κλάδου. Είναι εξίσου εντονότατος και ο αθέμιτος ανταγωνισμός. Αυτή η υπέρμετρη ασυδοσία στο επαγγελματικό γίγνεσθαι, το να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει και από όποια θέση βρίσκεται, είναι φαινόμενο των καιρών και της έλλειψης παιδείας, που ίσως γίνει στο άμεσο μέλλον η ταφόπλακα του κλάδου. Εμείς ως κλάδος, περιχαρακωμένοι στα στερεότυπα νομικά δικαιώματά μας, παρακολουθούμε, ανήμποροι ουσιαστικά να αντιδράσουμε πολλές φορές, τον παραγκωνισμό μας και ίσως τον αφανισμό μας.
Είναι εμφανές, ότι από μία πίτα που κάποτε πλεόναζε και που τώρα με το χρόνο μικραίνει, υπάρχει η ανάγκη να χορτάσουν πάρα πολλοί. Το νομικό μας οπλοστάσιο δυστυχώς, και μικρό είναι, αλλά και αναχρονιστικό. Οι αιρετικές ανατρεπτικές φωνές που θα παρασύρουν τον κλάδο μπροστά σε αγώνες και διεκδικήσεις είναι, είτε ανύπαρκτες, είτε διαιρεμένες, περιθωριοποιημένες.
Οι υποσχέσεις των πολιτικών είναι αμέτρητες, αλλά μόνο όταν είναι στην αντιπολίτευση, όταν γίνουν κυβέρνηση γίνονται ακριβοθώρητοι και δεν θυμούνται τίποτα.
Ο έντονος ωχαδερφισμός που μας χαρακτηρίζει σαν λαό, υπάρχει και στον κλάδο μας. Όλοι είναι αδιάφοροι και αμέτοχοι σε όλα και νοιάζονται μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον, μα όταν το πρόβλημα γιγαντώσει και απειλεί την ύπαρξή μας, άρα και υμών των ιδίων, τότε τρέχουμε αλαλάζοντας και απαιτώντας, τότε ζητάμε ευθύνες από τους διοικούντες, επικρίνοντάς τους για ολιγωρία. Όταν όμως τα πράγματα είναι ήρεμα, εμείς απέχουμε από τους κλάδους μας συνειδητά.
Η αθρόα εισροή οικονομικών μεταναστών σε όλα τα οικοδομικά επαγγέλματα, κατά κανόνα άσχετων, ανεξέλεγκτα και ίσως σε περιπτώσεις προκλητικά, στην πορεία θα δημιουργήσει πλήθος ανέργων ή πενιχρά αμειβομένων. Οι ισχυρές συντεχνίες της οικοδομής, οι έχοντες ουσιαστικά τον έλεγχό της με μόνο και αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος και πολλές φορές το εύκολο υπερκέρδος, αδιαφορώντας, πρώτον, για την ποιότητα κατασκευής και, δεύτερον, για το εθνικό αύριο, κατακυριευμένοι από τον υπερπλουτισμό, επέβαλαν, συντήρησαν και συντηρούν ανθρώπους ανίδεους τεχνικά σε όλα τα βοηθητικά, αλλά πλέον και στα θεσμοθετημένα επαγγέλματα. Οι άνθρωποι αυτοί απ’ την άλλη, έχοντας σαν μόνο τους κριτήριο την επιβίωση, ανήμποροι ν’ αντιδράσουν, βρέθηκαν σ’ ένα ατέρμονο παιχνίδι υπέρμετρης προσφοράς με μικρή αμοιβή, μη γνωρίζοντας από δικαιώματα και αγνοώντας παντελώς τις συνέπειες και τις επιπτώσεις των πράξεών τους για το αύριο.
Οι «όμοροι» κλάδου εφορμούν και αυτοί σαν αρπακτικά στο δικό μας κομμάτι. Δυστυχώς, ίσως από απροσεξία, ίσως από ιδιαίτερη βιασύνη για να κατοχυρώσουμε τον κλάδο, απεμπολήσαμε αδίκως κυριολεκτικά δικά μας δικαιώματα, προβλήματα που σήμερα γίνανε ανυπέρβλητα.
Η υπόθεση «άδειες» ήταν -απ’ ό,τι στην πράξη φαίνεται- ένα φανταχτερό πυροτέχνημα, που δυστυχώς κάηκε πολύ γρήγορα ,εν πολλοίς από εμάς τους ίδιους, αφήνοντας μία έντονη πικρία για την αδυναμία μας να αντιδράσουμε. Μείνανε, δυστυχώς, πολλά πράγματα αδιευκρίνιστα ή τελείως έξω από τις πραγματικές αρμοδιότητές μας.
Τα σωματεία μετατράπηκαν κατά πολύ σε οικονομικούς εισπράκτορες της αμοιβής της θεώρησης της Υ.Δ., παρεκκλίνοντας από το ρόλο τους. Οι ασάφειες των Π.Δ., παρά τις δύο τροποποιήσεις, δεν λειτούργησαν θετικά υπέρ του κλάδου, αλλά το αντίθετο καταστρατηγήθηκαν. Μία ακόμα τροποποίηση που θα διόρθωνε τα κενά και με τη γνώση, την εμπειρία στον εντοπισμό των προς συμπλήρωση σημείων, παρά τις συνεχείς εξαγγελίες, δεν ήρθε ποτέ.
Υπάρχει νομίζω μία δυσκαμψία και μια βραδύτητα στη λήψη αποφάσεων στην ΟΒΥΕ. Ίσως να ευθύνεται σ’ αυτό το δυσκίνητο 15μελές σχήμα του Δ.Σ. Πρέπει και αυτό να αλλάξει, να γίνει μικρότερο και πιο ευέλικτο. Η Ομοσπονδία μας φαίνεται να διοικείται από μία ηγετική πυραμίδα, η οποία πολύ πριν τις εκλογές μοιράζει θέσεις, ρόλους και καρέκλες, μόνο σε αυτούς που συντάσσονται ουσιαστικά αναντίρρητα μαζί της και που το πολιτικό τους πιστεύω, της είναι αρεστό. Σε καμία των περιπτώσεων δεν εκλέγεται κάποιος μόνο με την ικανότητά του. Ίσως αυτός να ‘ναι ο λόγος που δεν βλέπουμε ενεργούς μπροστάρηδες, ανθρώπους με θάρρος, τόλμη και διάθεση για προσφορά, που με τη δυναμική τους θα παρασύρουν και άλλους σε μία πιο δημιουργική πορεία για τον κλάδο.
Η υπάρχουσα εξουσιαστική ελίτ, καταπνίγει με την πρακτική της όλες τις μεμονωμένες, αντίθετες αιρετικές φωνές. Δεν πιστεύω, ούτε υπάρχει κάτι εμφανές επί του αντιθέτου, που να λέει, πως αυτή η ηγετική ομάδα κάνει κάτι το μεμπτό, κάτι το παράνομο ή το περίεργο. Απλά πιστεύω, ότι ικανοποιείται από την υποτιθέμενη μοναδικότητά της στον κλάδο και από το γεγονός ότι είναι αυτοί που οδηγούν, και όχι οι άλλοι, οι αντίπαλοι, αδιαφορώντας πως λειτουργώντας με αυτή τη λογική, αυτός που δεν προάγεται είναι ο ίδιος ο κλάδος, τον οποίο εκλέγονται για να υπηρετήσουν. Κάποιοι, δυστυχώς, έχουν αυτοσκοπό μόνο την καρέκλα και την προβολή, αδιαφορώντας για την προσφορά και τα υπόλοιπα. Αυτό βέβαια έχει σαν αποτέλεσμα, να μη μπορούμε να παρακολουθήσουμε το τι γίνεται γύρω μας.
Διότι οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις που συντελούνται στην περιοχή των Βαλκανίων, δεν μπορεί να μας αφήνουν αδιάφορους. Η επί 50 χρόνια αδιαφορία του ελληνικού κράτους στην ονομασία των γειτόνων μας ή η αναγκαστική ανοχή λόγω πιέσεων και συμβιβασμών με τις μεγάλες δυνάμεις, είναι δύσκολο αν όχι ανυπέρβλητο εμπόδιο, στο να δεχθούν αυτοί σήμερα ν’ αλλάξουν όνομα, διότι στη διεθνή σκηνή ήταν γνωστοί ως Μακεδονία. Η έντονη ακρίβεια, η αστάθεια στην παιδεία, η ανεργία, το μεγάλο κεφάλαιο του ασφαλιστικού έχουν στρέψει την κοινή γνώμη αλλού, σε άλλες κατευθύνσεις και κανείς δεν νοιάζεται για δικαιώματα και διεκδικήσεις. Η προσοχή όλων είναι στραμμένη στην επιβίωση.
Είναι μονόδρομος η εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κλάδου. Είναι αναγκαία η επαναδιατύπωση θέσεων, θέσεις που να συνθέτουν τις αντιθέσεις του σήμερα με πρόβλεψη και προοπτική σε ένα σημαντικό βάθος χρόνου για το αύριο, χωρίς αποκλεισμούς και εσωστρέφεια, χωρίς ρεβανσισμούς, αλλιώς είναι νομοτελειακά σίγουρο πως θα αφανιστούμε.
Θα ‘θελα, κλείνοντας, να ευχηθώ όλα αυτά που ο ίδιος κατέγραψα, να είναι σενάρια μακρινά της δικής μου φαντασίας και τίποτα από αυτά δεν πρόκειται να συμβεί, και πως το αύριο θα ‘ναι καλύτερο. Εύχομαι, να ‘ναι έτσι, να κάνω λάθος και ας εκτεθώ, μα αν είναι αλήθεια, εγώ την απεύχομαι».