Αρχική » Επικαιρότητα » Mητρώο Έντυπου & Ηλεκτρονικού Τύπου

Mητρώο Έντυπου & Ηλεκτρονικού Τύπου

Η σχέση των ελληνικών κυβερνήσεων με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι παλιά ιστορία, πολύ παλιά και άσχημη. Τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα θεωρούνται «λάφυρο» του κόμματος που κερδίζει τις εκλογές, όπως όλοι οι δημόσιο οργανισμοί και εταιρείες. Το κόμμα θα διορίσει δικούς του ανθρώπους εκεί, θα μοιράζει σε γνωστούς και φίλους τις εξωτερικές παραγωγές και φυσικά τα δελτία ειδήσεων θα ευλογούν την εκάστοτε κυβέρνηση και θα την ευχαριστούν εκ μέρους μας για τη σοφία της και την αποτελεσματικότητά της.
Ευτυχώς, εφημερίδες και περιοδικά κρατικά δεν υπάρχουν. Αλλά τα κόμματα ήθελαν πάντα να τα υπηρετούν τα έντυπα και τα ιδιωτικά ραδιοτηλεπτικά μέσα –ήμασταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης που επέτρεψε τη λειτουργία ιδιωτικών σταθμών– είτε με το καλό είτε με το άσχημο.
«Με το άσχημο», σήμαινε διώξεις: π.χ. το σύνταγμα του 1952 προέβλεπε ότι τα αδικήματα τύπου είναι «αυτόφωρα»: αν κάποιος πολιτικός θεωρούσε ότι σταθμός ή έντυπο τον «συκοφαντούσε» κατέθετε μήνυση και αυτομάτως έτρεχε η αστυνομία να συλλάβει τον υπεύθυνο – συνέβαινε συχνά. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 2001 αλλά υπήρχε και στον ποινικό κώδικα όπου «ξεχάστηκε» και συνέχισε να εφαρμόζεται για άλλα 20 χρόνια σχεδόν, ως το 2019…
«Με το καλό», σήμαινε διοχέτευση κρατικού χρήματος, κυρίως με τη μορφή διαφημίσεων. Χαρακτηριστικό του τρόπου διανομής είναι ότι –σε ανύποπτο χρόνο πριν από 15 χρόνια περίπου– είχε γίνει δημόσια συζήτηση ότι λαθρόβιο έντυπο που εξέδιδε ο περίφημος δημοσιογράφος Γεώργιος Τράγκας είχε περισσότερη κρατική διαφήμιση από τις μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες… Το θέμα ξεχάστηκε ως τον θάνατο του, οπότε μάθαμε για τις δεκάδες εκατομμύρια που είχε αποθησαυρίσει ο μακαρίτης και, όσοι θυμόντουσαν την παλιά ιστορία με το κρατικό χρήμα, κατάλαβαν με τι μεθόδους τα είχε αποκτήσει.
Η κυβέρνηση ετοίμασε νομοσχέδιο για να καταργήσει αυτή τη δυνατότητα της εξαγοράς μέσων μαζικής επικοινωνίας με χρήμα φορολογουμένων δημιουργώντας δημόσιο «Μητρώο Έντυπου Τύπου» και «Μητρώο Ηλεκτρονικού Τύπου» ώστε να υπάρχει στοιχειώδης διαφάνεια στην επιλογή δημοσίευσης διαφημίσεων ή ανακοινώσεων και να μην δίνονται κρατικά κονδύλια σε λαθρόβια έντυπα ή και σε ιστότοπους που εμφανίζονται για 2-3 ημέρες, ώσπου να πάρουν το διαφημιστικό χρήμα και μετά εξαφανίζονται – σωστός και άγιος στόχος, τον επικροτούμε απολύτως.
Άλλωστε, η δημιουργία ενιαίου Μητρώου Έντυπου Τύπου αποτελούσε πάγιο, πολύχρονο αίτημα της ΕΔΙΠΤ (Ένωση Δημοσιογράφων Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου), που επιτέλους δικαιώνεται.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ευθύς εξ αρχής ότι ο «Υδραυλικός» ποτέ δεν πήρε κρατικά χρήματα για διαφήμιση ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο – ποτέ μα ποτέ, ούτε δεκάρα. Μόνα μας έσοδα είναι οι συνδρομές των αναγνωστών και οι διαφημίσεις των εταιρειών και συνεταιρισμών που θέλουν να επικοινωνήσουν με τους αναγνώστες μας.
Άρα δεν μας ενδιαφέρει να εγγραφούμε στο «Μητρώο Έντυπου Τύπου» για να εξασφαλίσουμε κρατικές καταχωρίσεις. Όμως ο τρόπος που γίνεται το μητρώο, οι προϋποθέσεις για να εγγραφούν τα έντυπα σε αυτό, αποκλείουν πολλούς εκλεκτούς συναδέλφους, με μακρόχρονη έντιμη και ουσιαστική παρουσία στον χώρο και οι οποίοι –στην επαρχία κυρίως– έχουν ανάγκη τις καταχωρίσεις των δημόσιων φορέων για να επιβιώσουν.
Παράδειγμα: στο νομοσχέδιο υπάρχει ο όρος κάθε περιοδικό ή εφημερίδα –ακόμα και αν εκδίδεται πχ κάθε δύο ή τρεις μήνες– να έχει τρεις τουλάχιστον έμμισθους υπαλλήλους και δύο δημοσιογράφους, πέραν του εκδότη (και της οικογένειάς του, που συνήθως βοηθά…), εάν εκδίδεται σε νομό με πληθυσμό άνω των 200.000 κατοίκων.
Μα τον αριθμό των εργαζομένων τον καθορίζει το μέγεθος του πληθυσμού ή το μέγεθος της επιχείρησης; Είναι δυνατόν περιοδικό δεκαπενθήμερο, μηνιαίο ή διμηνιαίο να χρειάζεται τρεις υπαλλήλους και τρείς (μαζί με τον εκδότη) δημοσιογράφους πλήρους απασχόλησης; Γνωρίζει κανείς από τους σοφούς που ετοίμασαν το νομοσχέδιο κάτι σχετικά με τα έσοδα και τα έξοδα των εντύπων; Μπορεί να επικαλεσθεί στοιχεία, κάποια μελέτη;
Και τι θα πει «δύο τουλάχιστον δημοσιογράφους», πέραν του εκδότη; Ποιος είναι δημοσιογράφος; Στο σύνταγμα υπάρχει –από το 1952– διάταξη στο άρθρο 14 («Περί Τύπου») ότι «Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος». 70 χρόνια τώρα αυτός ο νόμος δεν εκδόθηκε ποτέ – ευτυχώς. Γιατί όταν ψηφίστηκε αυτή η διάταξη (όπως και η άλλη για το αυτόφωρο που βρίσκεται στο ίδιο άρθρο) στόχο είχε να αποκλείσει από το δημοσιογραφικό επάγγελμα τους ηττημένους του εμφύλιου.
Η δημοσιογραφία συνδέεται με την άσκηση του θεμελιώδους για τις δημοκρατίες δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και είναι αδιανόητο να τεθεί περιορισμός στο ποιος μπορεί να δημοσιο-λογεί, να δημοσιο-γραφεί ή να δημοσιο-βιντεοσκοπεί.
Φοβόμαστε λοιπόν ότι μετά μπορεί να εξειδικευθεί το «ποιος είναι δημοσιογράφος» πχ, προσδιορίζοντας ότι πρέπει να είναι μέλος του «Σωματείου Δημοσιογράφων Αττικής» – ή Πέλλας ή Ηλείας. Και ξαφνικά οι διοικήσεις τέτοιων σωματείων να αποκτήσουν τους πελάτες που δεν έχουν και να «κλείσουν» το επάγγελμα του δημοσιογράφου… Και με τη δύναμή που θα αποκτήσουν να πουν ότι όλα τα έντυπα ανεξαιρέτως –και όχι μόνο τα συναλλασσόμενα με το κράτος– πρέπει να έχουν τόσα και τόσα μέλη τους για υπαλλήλους…
Δεν είναι φανταστικό σενάριο αυτό: παλιότερα οι λινοτύπες δεν άφηναν να εργαστούν σε πιεστήρια εφημερίδων τυπογράφοι που δεν ήσαν μέλη του σωματείου τους – και μέλη του σωματείου γίνονταν τα παιδιά, οι γαμπροί και οι νύφες των μελών που υπήρχαν ήδη. Και εμπόδιζαν να χρησιμοποιείται η φωτοσύνθεση –οι πρώτοι υπολογιστές γραφικών τεχνών ουσιαστικά– για να έχουν δουλειά τα μέλη τους. Θα ξαναγυρίσουμε στην εποχή των συντεχνιών και των κλειστών επαγγελμάτων;
Σίγουρα πρέπει να μπει τάξη στις σχέσεις εντύπων-κομμάτων, να μη γίνονται εξαγορές με πολιτικό χρήμα – αλλά όχι με πρόσχημα αυτή τη σωστή πρόθεση να εξοντωθούν οικονομικά τα μικρά και ανεξάρτητα έντυπα ούτε να τεθούν περιορισμοί που θα είναι σε βάρος της ελευθερίας του τύπου και της ελευθερίας επιλογής εργαζομένων από τους εργοδότες και εργοδοτών από τους εργαζόμενους, λόγω της επιβολής συντεχνιακών ηθών.
Η χώρα μας πρέπει να προοδεύσει – και θα προοδεύσει.
«Υ»