Αρχική » Περιεχόμενα » Σχόλια » Λίγες σκέψεις για τη συμμαχία ΓΣΕΒΕΕ – ΕΣΕΕ

Λίγες σκέψεις για τη συμμαχία ΓΣΕΒΕΕ – ΕΣΕΕ

Αρχικά, δεν πρόκειται να προβάλω καμία ένσταση για το γεγονός ότι ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ «για πρώτη φορά» συμφώνησαν να διαμορφώσουν ένα ενιαίο και ισχυρό μέτωπο για την επίλυση προβλημάτων, όπως το φορολογικό και το ασφαλιστικό, και να κατέλθουν από κοινού στην απεργιακή κινητοποίηση της 22ας Οκτωβρίου. Όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα.
Με δεδομένο ότι η ΓΣΕΒΕΕ, στο παρά πέντε, μετέθεσε την προγραμματισμένη για τις 13 Οκτωβρίου κινητοποίηση, αυτό που, κατ’ αρχάς, με προβληματίζει, είναι γιατί 22 και όχι 21 Οκτωβρίου;
Ημέρα, όπου ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ είχαν κηρύξει γενική απεργία, και άρα το αποτέλεσμα, τόσο από άποψη εντυπώσεων όσο και ουσίας, θα ήταν σαφώς καλύτερο· έστω και σε διαφορετικές πλατείες.
Και αν θέλετε, επειδή οι εργοδότες πάντα μετράνε και το οικονομικό κόστος σε μία απεργία, δεν θα επιβαρύνονταν και διπλά· από την άποψη δηλαδή, ότι το μαγαζί ή η επιχείρησή τους δεν θα έκλεινε δύο ημέρες. Την πρώτη, λόγω της απεργίας των εργαζομένων τους και τη δεύτερη, λόγω της δικής τους απεργίας.
Όλα αυτά βέβαια σε θεωρητικό επίπεδο, γιατί, απ’ ό,τι αντιληφθήκαμε, τα περισσότερα μαγαζιά στην Αθήνα την Τετάρτη 22 Οκτωβρίου ήταν ανοιχτά, ενώ και την προηγουμένη, το ίδιο συνέβη.
Στο εξωτερικό και σε χώρες με μεγάλη παράδοση σε συνδικάτα και αγώνες (Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.), όταν λένε γενική απεργία, εννοούν γενική απεργία. Τα πάντα κλείνουν, γιατί φαίνεται ότι ο κόσμος εκεί έχει συνειδητοποιήσει τη δυναμική και το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει απέναντι στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις τους…
– Τι δουλειά έχουμε «εμείς» με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, θα μπορούσε ίσως να είναι μία πρώτη απάντηση των προέδρων της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ, στον υποτιθέμενο διάλογο μαζί τους.
– «Εμείς» εκπροσωπούμε τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους βιοτέχνες και τους εμπόρους, είμαστε εργοδότες και τα αιτήματά μας δεν συμπίπτουν με αυτά των εργαζομένων.
Σωστά, αν κρίνουμε από τα αιτήματα.
Τα αιτήματα των εργαζομένων, στις 21 Οκτωβρίου, μιλούσαν για ριζική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, για πάταξη της αισχροκέρδειας της αγοράς, των καρτέλ των τροφίμων, για μείωση των στεγαστικών και καταναλωτικών επιτοκίων, για δημόσιο και ισχυρό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, για μη ξεπούλημα των δημόσιων επιχειρήσεων κ.λπ.
Ενώ τα αιτήματα των εργοδοτών στις 22 Οκτωβρίου, μιλούσαν για ανάκληση του άρθρου 14 του νέου φορολογικού νόμου, που αφορά στην κατάργηση του αφορολόγητου ορίου, και για στήριξη του ΟΑΕΕ. Υπήρχαν και «ψήγματα» για την ακρίβεια.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν υπήρχαν κοινά αιτήματα, κοινή συνισταμένη, μόνο ίσως το ότι αν δεν έχουν χρήματα οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να καταναλώνουν, να αγοράζουν εύκολα όχι μόνο είδη πρώτης ανάγκης αλλά και υλικά αγαθά, να επισκέπτονται συχνά τα εμπορικά καταστήματα, να επισκευάζουν τις υδραυλικές και ηλεκτρολογικές βλάβες στα σπίτια τους, να αγοράζουν καινούργια αυτοκίνητα, να χτίζουν, να πηγαίνουν στο θέατρο και τον κινηματογράφο, να ταξιδεύουν, να αγοράζουν βιβλία, να, να…
Ασφαλώς και δεν καινοτομώ με όλα αυτά. Είναι γνωστό στους πάντες, ότι εάν δεν έχει χρήματα ο ένας, δεν μπορεί να έχει και ο άλλος.
Άρα το όλο θέμα δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην ανάκληση ενός άρθρου, αλλά στο γενικότερο ζήτημα της πολιτικής που ασκείται. Και για τους εργαζόμενους και για τους βιοτέχνες και για τους εμπόρους.
Από εκεί και πέρα, καλό είναι να γίνουν δύο επισημάνσεις.
Η πρώτη αφορά στην «κρατική ακρίβεια» (ΔΕΗ, συγκοινωνίες, ΦΠΑ κ.λπ.) που επικαλέστησαν στις ομιλίες τους προς τους συγκεντρωμένους ΕΒΕ και εμπόρους, οι πρόεδροι της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ.
Για την ακρίβεια στα ράφια των σουπερμάρκετ, ούτε κουβέντα. Για τις τιμές αρκετών προϊόντων που είναι στα ύψη συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με μισθούς τριπλάσιους από τους δικούς μας, τίποτα. Για τις εικονικές, πολλές φορές, εκπτώσεις, τσιμουδιά.
Η ισορροπία εύθραστη, αφού δεν είναι κι εύκολο να ασκείς κριτική στα εμπορικά καταστήματα και τα σουπερμάρκετ, όταν έχεις δίπλα σου, συναγωνιστή, έναν εκπρόσωπό τους.
Ούτε για τον κ. Αρμενάκη ήταν εύκολο, από τη δική του πλευρά, να κάνει γνωστές τις αρχικές τοποθετήσεις του, για το ποιοι φοροδιαφεύγουν, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να πείσει την κυβέρνηση και τους βουλευτές για το άδικο της κατάργησης του αφορολόγητου ορίου των 10.500 ευρώ στα εμπορικά καταστήματα.
Για να μην αδικήσουμε τον κ. Αρμενάκη, οφείλουμε να πούμε ότι μόλις έγινε γνωστό το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, ζήτησε, από την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, την απόσυρση του νομοσχεδίου στην αρχή, του άρθρου 14 στη συνέχεια ή των τριών λέξεων από «ατομική εμπορική επιχείρηση» που υπάρχουν στην παράγραφο 2 του άρθρου.
Δηλαδή, να μην καταργηθεί το αφορολόγητο για τις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και το ποσοστό 10% της φορολόγησης να ισχύει μόνο για τα ελευθέρια επαγγέλματα.
Τα επαγγέλματα δηλαδή, που κατά τον κύριο Αρμενάκη φοροδιαφεύγουν.
«Όλοι γνωρίζουμε ποιες δραστηριότητες κόβουν αποδείξεις και ποιες όχι. Δεν μπορεί το εμπόριο, που έχει τη χαμηλότερη παραβατικότητα του μέσου όρου όλων των δραστηριοτήτων, να τυγχάνει της ίδιας μεταχείρισης με άλλους οικονομικούς κλάδους που εκ συστήματος φοροδιαφεύγουν», τόνιζε στις συνεντεύξεις τύπου ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου.
Με άλλα λόγια, αν η κυβέρνηση έκανε αποδεκτό το αίτημα του κ. Αρμενάκη, τότε η ΕΣΕΕ, εκ των πραγμάτων -μια και όπως έχει δηλώσει ο κ. Αρμενάκης «εμείς συμπορευόμεθα σε αιτήματα και μόνο»- δεν θα μετείχε στην απεργιακή κινητοποίηση. Και η ΓΣΕΒΕΕ, δυστυχώς, θα ήταν μόνη της να διεκδικεί (…μετά την ψήφιση του νόμου) τη μη κατάργηση του αφορολόγητου ορίου για τους ΕΒΕ που εκπροσωπεί.
Δεν ξέρω, ειλικρινά, αν η ΓΣΕΒΕΕ, μετά απ’ όλα αυτά, μπορεί να είναι ικανοποιημένη για τον κοινό συναγωνιστή τους, την ΕΣΕΕ, που για χάρη της δημιούργησε και τόση αναστάτωση με τη μετάθεση της απεργιακής κινητοποίησης από τις 13 στις 22 Οκτωβρίου.
Είναι ξεκάθαρο ότι η ΕΣΕΕ δεν συγκρούεται με πολιτικές. Απλά, κάνει πολιτική με την εκάστοτε κυβέρνηση. Εάν αυτό θέλει και η ΓΣΕΒΕΕ, ας το πει ξεκάθαρα…
Γιατί, άλλο χάραξη πολιτικής για τα μέλη μας και την κοινωνία και άλλο, ας λύσουμε εμείς το πρόβλημά μας και άσε τους άλλους να κουρεύονται, που λέει και ο λαός μας.
Βασίλης Τσάκος