Αρχική » Επικαιρότητα » ΓΣΕΒΕΕ: Η κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων

ΓΣΕΒΕΕ: Η κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων

ΓΣΕΒΕΕ

Στις 4 και 5 Νοεμβρίου 2017, συνήλθε στην Αθήνα η 49η Τακτική Γενική Συνέλευση της ΓΣΕΒΕΕ.

Στις δύο ημέρες του Συνεδρίου το παρών έδωσαν 220 εκπρόσωποι, οι οποίοι στις ομιλίες τους αναφέρθηκαν στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κάθε κλάδος.

Η Γενική Συνέλευση της ΓΣΕΒΕΕ, στο Ψήφισμά της, εκτιμώντας ότι στο υφιστάμενο πλαίσιο διαμόρφωσης όρων μιας εύθραυστης ανάκαμψης για την οικονομία, σε μια φάση κατά την οποία το μερίδιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συμπιέζεται από πολιτικές υπερφορολόγησης και υπερχρέωσης, και έχοντας διαγνώσει ότι οι σχεδιαζόμενες πολιτικές δεν θέτουν ως προτεραιότητα τη βελτίωση της θέσης των μικρών επιχειρήσεων, των αυτοαπασχολούμενων, εμπόρων, επαγγελματιών και βιοτεχνών, δηλώνει ότι παραμένει σταθερά προσηλωμένη στη διεκδίκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων  της μικρής επιχείρησης που σχετίζονται με την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, το υψηλό γραφειοκρατικό κόστος, τη φορολογική δικαιοσύνη, την ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους.


Στον Απολογισμό Δράσης γίνεται μια γενική εκτίμηση της οικονομίας και της κατάστασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και της δράσης της Συνομοσπονδίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους απασχολούν από την έναρξη της κρίσης.

Εισαγωγικά ο απολογισμός αναφέρει μεταξύ άλλων:
H ελληνική οικονομία έπειτα από την αρχική φάση οξείας υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας (μείωση του ΑΕΠ κατά 25%), αποεπένδυσης και σημαντικής αύξησης της ανεργίας, βρίσκεται τα τελευταία 3 χρόνια στο κατώφλι μιας ιδιότυπης διαδικασίας στάσιμου μετασχηματισμού, χωρίς εμφανή σημάδια προόδου και βελτίωσης των παραγωγικών αδυναμιών. Είναι πλέον ευδιάκριτο σε όλους τους κλάδους ότι η συνταγή που επιλέχθηκε για την ελληνική περίπτωση και την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση ήταν κραυγαλέα αποτυχής, – με ομολογία πλέον ανώτατων αξιωματούχων του ΔΝΤ- τουλάχιστον σε επίπεδο διαμόρφωσης όρων αναπτυξιακής προοπτικής.

Το αποτύπωμα του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας δυστυχώς δεν ήταν το προσδοκώμενο, καθώς το αυστηρό μίγμα πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης μάλλον οδήγησε σε απαξίωση, παρά σε ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας.

Όλα τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες για την πορεία των μικρών επιχειρήσεων κατατείνουν στα εξής συμπεράσματα:

• Μειώθηκε κατά % ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων (250,000) που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Τούτο οδήγησε 800,000 άτομα στην ανεργία.

• Οι μορφές επιχειρηματικότητας δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά, αντίθετα εντάθηκε το φαινόμενο που ονομάζουμε επιχειρηματικότητα ανάγκης, λόγω της εμβάθυνσης της κρίσης και της έλλειψης πλαισίου κοινωνικής προστασίας για επαγγελματίες.

• Στην πρώτη φάση της κρίσης, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις επέδειξαν σημαντικές αντοχές, οι οποίες όμως υποχώρησαν τα τελευταία χρόνια εξ αιτίας της υπερσυσσώρευσης χρεών και της αδυναμίας προσαρμογής, ελλείψει και των κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων.

• Η διάρθρωση της απασχόλησης επίσης δε μεταβλήθηκε σημαντικά, αντίθετα υψηλά ειδικευμένο προσωπικό δεν αξιοποιήθηκε εντός των συνόρων, ενώ οι ευέλικτες μορφές εργασίας διευρύνθηκαν σημαντικά σε ποσοστά άνω του 50%. H αναδιάρθρωση που σημειώθηκε στην απασχόληση αφορούσε ουσιαστικά το μετασχηματισμό των εργασιακών σχέσεων, όχι μόνο με πολλαπλασιασμό του φαινομένου των ευέλικτων μορφών αλλά και με διεύρυνση των αδήλωτων ή μερικώς αποκρυβει- σών επαγγελματικών σχέσεων και δραστηριοτήτων.

• Η αποεπένδυση σημείωσε επίπεδα ρεκόρ, οδηγώντας σε απαξίωση μηχανολογικού εξοπλισμού και σε κλείσιμο παραγωγικών μονάδων.

Ενώ το ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών βελτιώθηκε αρχικά, το σύνολο των εξαγωγών παρέμεινε στάσιμο και δεν δημιούργησε συνθήκες ανάπτυξης. Ο λόγος επένδυσης- κατανάλωσης παρά τα συσταλτικά μέτρα της ζήτησης, παρέμεινε υψηλός, διότι η αναδιάρθρωση της οικονομίας δεν οδήγησε σε αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης.
Ενώ ο τουρισμός αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη, ο πολλαπλασιαστής στην οικονομία ήταν εξαιρετικά πενιχρός ως προς την τοπική ανάπτυξη και την παραγωγή βιώσιμων θέσεων απασχόλησης.

Σε αυτό το πλαίσιο η ΓΣΕΒΕΕ το προηγούμενο διάστημα επιδίωξε:

– Να εκφράσει όσο το δυνατόν πιο έντονα και τεκμηριωμένα τα συμφέροντα, τις διεκδικήσεις, τις αγωνίες των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών επιχειρήσεων.

– Να ενδυναμώσει το συνδικαλιστικό κίνημα. Η ΓΣΕΒΕΕ προσπαθεί μέσα από τη δράση της να ενισχύσει τη φωνή των μικρομεσαίων και ακόμη μέσα σε αυτό το δυσχερές δημοσιονομικό περιβάλλον να καταγράψει οφέλη για το στρώμα. Σε αυτήν την προσπάθεια έντονη υπήρξε η δραστηριοποίηση και η προσπάθεια εκτεταμένης δικτύωσης της Συνομοσπονδίας με άλλες οργανώσεις στην Ευρώπη, η επίμονη και τεκμηριωμένη υποστήριξη των αιτημάτων της στον διάλογο με την Πολιτεία, μέσα από μελέτες, κοστολογημένα δεδομένα και στοιχειοθετημένες προτάσεις, αλλά και η αξιοποίηση κάθε δυνατής συνεργασίας για εξειδικευμένα ή ευρύτερα ζητήματα με τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά και άλλους παραγωγικούς και κοινωνικούς φορείς. Παράλληλα, η ΓΣΕΒΕΕ μέσω των επιστημονικών της φορέων, του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων και του Κέντρου Επαγγελματικής Κατάρτισης αναπτύσσει προγράμματα που έχουν στο επίκεντρο τη μικρή επιχείρηση και το ανθρώπινο δυναμικό της. Προγράμματα που φιλοδοξούν μέσω του παραδείγματος και της πιλοτικής εφαρμογής να φωτίσουν τον δρόμο για την Πολιτεία αναφορικά με τις καλές πρακτικές υποστήριξης της μικρής επιχειρηματικότητας σε ένα πραγματικά δύσκολο περιβάλλον.

– Να αναζητήσει κοινωνικές συμμαχίες στο εσωτερικό με άλλους κοινωνικούς εταίρους (πχ για το προσφυγικό), αλλά και συμμαχίες στο εξωτερικό, όπως είναι η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (με την οποία έχουμε ξεκινήσει σε συνεργασία με τους άλλους κοινωνικούς εταίρους μία σειρά από ενέργειες για την αναζωπύρωση του κοινωνικού διαλόγου) για την προώθηση ιδιαίτερα κρίσιμα θεμάτων.

– Το προηγούμενο διάστημα η ΓΣΕΒΕΕ ανέπτυξε έντονη δράση για να επιτύχει του παραπάνω στόχους και προώθησε πλήθος προτάσεων που αναλύονται παρακάτω σε θεματικές ενότητες.