Αρχική » Νέα Συντηρητών Καυστήρων » Ειδήσεις » Το έντονο κρύο του Γενάρη επανέφερε το πετρέλαιο για θέρμανση

Το έντονο κρύο του Γενάρη επανέφερε το πετρέλαιο για θέρμανση

Σε συνδυαστικές λύσεις για τη θέρμανση των κατοικιών, όπως πετρέλαιο και ξύλα, φυσικό αέριο και ξύλα, ηλεκτρικό και ξύλα, οδήγησε τα νοικοκυριά ο φετινός βαρύς χειμώνας, για λόγους οικονομίας, με την κατανάλωση καυσόξυλων να παρουσιάζει μεγάλη αύξηση. Το πετρέλαιο «επέστρεψε» σε μεγάλο βαθμό στις οικοδομές, ιδιαίτερα κατά τις ημέρες παγετού του περασμένου Ιανουαρίου, κρατώντας την πρώτη θέση στις δαπάνες, ενώ ακολούθησε το φυσικό αέριο, τα ξύλα και άλλες μορφές ενέργειας. Τα νοικοκυριά ξόδεψαν κατά μέσο όρο σε πετρέλαιο 2.319 ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 32% σε σχέση με την περίοδο του 2012 – 2013, όταν τα νοικοκυριά είχαν δαπανήσει κατά μέσο όρο 1.755 ευρώ.
Αυξημένες κατά 127% ήταν και οι δαπάνες για την αγορά καυσόξυλων, που έφθασαν φέτος στα 1.959 ευρώ (μέσος όρος), ενώ προ τετραετίας ήταν στα 862 ευρώ. Αντίθετα, ο μέσος όρος δαπανών για ηλεκτρική θέρμανση μειώθηκε κατά 2% αφού το φετινό χειμώνα τα έξοδα (μ.ο.) ανήλθαν στα 1.597 ευρώ, ενώ πριν τέσσερα χρόνια οι χρήστες αυτής της μορφής ενέργειας είχαν ξοδέψει 1.628 ευρώ. Στα ίδια επίπεδα με το ‘12-‘13 κυμάνθηκε η κατανάλωση άλλων μορφών ενέργειας (697 ευρώ φέτος έναντι 622 ευρώ).
Έως τις αρχές Ιανουαρίου, σημειώθηκε περιορισμός στα έξοδα θέρμανσης λόγω κρίσης, όμως από τις 6 Ιανουαρίου 2017 και μετά, με τον 20ήμερο παγετό που σημειώθηκε, καταγράφηκε υπερβολική κατανάλωση για θέρμανση φυσικού αερίου, ξυλείας και ηλεκτρισμού με τις αντίστοιχες οικονομικές επιπτώσεις.
Τα παραπάνω αποτελούν συμπεράσματα κοινωνικής έρευνας που έγινε στη Βόρεια Ελλάδα μέσα σ’ έναν ιδιαίτερα βαρύ χειμώνα και παρουσιάζει τις ενεργειακές καταναλώσεις και τη στάση του κοινού της Βόρειας Ελλάδας απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα και την εφαρμογή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Η έρευνα διήρκεσε από το Νοέμβριο του 2016 έως το Μάρτιο του 2017 και πραγματοποιήθηκε από μεγάλο αριθμό φοιτητών, μεταπτυχιακών και μελών της K-ecoProjects, υπό την επίβλεψη του αν. καθηγητή Πάνου Κοσμόπουλου, τ. διευθυντή εργαστηρίου περιβαλλοντικού και ενεργειακού σχεδιασμού κτιρίων και οικισμών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Η έρευνα είναι σε εξέλιξη, αλλά στο εξεταζόμενο διάστημα έχουν συγκεντρωθεί 536 έγκυρα ερωτηματολόγια, τα περισσότερα εκ των οποίων στη Θεσσαλονίκη. Η συγκεκριμένη μελέτη διεξάγεται κάθε διετία.

Δημοφιλή τα ξύλα και πέλετ
Όσον αφορά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), η μελέτη έδειξε ότι το γνωστικό επίπεδο σχετικά με αυτές έχει σαφώς ανέβει σε σχέση με τις ανά διετία προηγούμενες έρευνες. Η γεωθερμία δεν φαίνεται να είναι γνωστή, σε αντίθεση με τη βιομάζα (ξύλα και πέλετ) η οποία έχει γίνει σαφώς δημοφιλής, λόγω των υψηλών τιμών πετρελαίου, αερίου, αλλά και του έντονου χειμώνα που βιώσαμε. Μεγάλο ποσοστό πολιτών ενδιαφέρεται για εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών στο σπίτι, μετά σε χωράφι ή επιχείρηση.
Μεγάλη δείχνει να παραμένει η απογοήτευση από την γραφειοκρατία, ως ανασταλτικός παράγοντας, καθώς και η έλλειψη χρηματοδότησης, φοροαπαλλαγής της επένδυσης. «Στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη από τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πληγεί σοβαρά. Αλλά την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα πρέπει να συμμορφωθεί με τους κανονισμούς σχετικά με την εφαρμογή και τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», αναφέρουν οι ερευνητές. Η προοπτική των εφαρμογών ΑΠΕ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα τομέων.
Το πρώτο επίπεδο, σύμφωνα με την πρόσφατη νομοθεσία, αφορά την εφαρμογή των ΑΠΕ και ιδιαίτερα τα φωτοβολταϊκά στα κτίρια, είτε ιδιωτικά, είτε δημόσια, προκειμένου να επιτευχθεί παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την κάλυψη των κτιρίων.
Το δεύτερο επίπεδο, αφορά την εγκατάσταση μεγαλύτερων μονάδων σε ιδιωτικές εκτάσεις γης.
Το τρίτο επίπεδο, αναφέρεται σε εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, οι οποίες αποσκοπούν σε εκμετάλλευση των ΑΠΕ σε εθνικό επίπεδο. «Είναι επίσης ενδιαφέρον να δούμε πώς αντιμετωπίζονται κατά γενικό κανόνα, τα περιβαλλοντικά θέματα όσον αφορά τις πηγές ενέργειας, τα καύσιμα και τα σχετιζόμενα έξοδα κατά τη μεταβατική περίοδο.
Η ευαισθησία του ελληνικού λαού για τα περιβαλλοντικά θέματα είναι ένα πολύ γνωστό γεγονός. Είναι προφανές, ότι μια νέα περιβαλλοντική αισθητική αντίληψη ήδη διαμορφώνεται. Κατά συνέπεια ο ελληνικός λαός έχει να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του νοικοκυριού του, την παραδοσιακή συμπεριφορά προς το περιβάλλον και την εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα (πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Είναι τουλάχιστον ένα ενδιαφέρον πρόβλημα να δούμε πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις προαναφερόμενες συνθήκες», τονίζεται στην εισαγωγή της έρευνας που πρόκειται, με την ολοκλήρωση της, να παρουσιαστεί σε Διεθνές Συνέδριο.

Δημοσιεύθηκε την
Κατηγοριοποιημένα ως Ειδήσεις